παιωνίζω: Difference between revisions

5
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παιωνίζω]] (Α) [[παιών]]<br /><b>1.</b> [[ψάλλω]] παιάνα ή επινίκιο ύμνο, [[παιανίζω]]<br /><b>2.</b> [[τιμώ]] κάποιον ψάλλοντας παιάνα («τὸν θάνατον μόνοι ἀνθρώπων παιωνίζονται», Φιλόστρ.).
|mltxt=[[παιωνίζω]] (Α) [[παιών]]<br /><b>1.</b> [[ψάλλω]] παιάνα ή επινίκιο ύμνο, [[παιανίζω]]<br /><b>2.</b> [[τιμώ]] κάποιον ψάλλοντας παιάνα («τὸν θάνατον μόνοι ἀνθρώπων παιωνίζονται», Φιλόστρ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''παιωνίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[παιών]] = [[παιάν]]), [[ψάλλω]] παιάνα ή [[άσμα]] θριάμβου, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· με σύστ. αντ., άδω σε θρίαμβο, σε Αισχύλ.· λέγεται για ωδή [[μετά]] το [[δείπνο]], σε Ξεν. — Παθ. γʹ ενικ. υπερσ. που χρησιμοποιείται απρόσωπα, <i>ἐπεπαιώνιστο αὐτοῖς</i>, ο [[παιάνας]] είχε ψαλλεί από αυτούς, σε Θουκ.
}}
}}