πορνικός: Difference between revisions

6
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πορνικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πόρνη]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[πόρνη]] ή αυτός που χαρακτηρίζει την [[πόρνη]]<br /><b>2.</b> [[ασελγής]], [[λάγνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πλανητική [[επίδραση]]) αυτός που ξυπνάει ερωτικό πόθο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πορνικὸν [[τέλος]]» — ο [[φόρος]] που πλήρωναν αυτοί που είχαν [[πορνείο]].
|mltxt=-ή, -ό / [[πορνικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πόρνη]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[πόρνη]] ή αυτός που χαρακτηρίζει την [[πόρνη]]<br /><b>2.</b> [[ασελγής]], [[λάγνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πλανητική [[επίδραση]]) αυτός που ξυπνάει ερωτικό πόθο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πορνικὸν [[τέλος]]» — ο [[φόρος]] που πλήρωναν αυτοί που είχαν [[πορνείο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πορνικός:''' -ή, -όν ([[πόρνη]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην [[πόρνη]], πορνικὸν [[τέλος]], [[φόρος]] που πληρώνουν όσοι εξασκούν [[πορνεία]], σε Αισχίν.
}}
}}