φυγαδεύω: Difference between revisions

6
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και φυγαδείω Α [[φυγάς]], -[[άδος]]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βοηθώ]] κάποιον να διαφύγει, να δραπετεύσει<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκδιώκω]], [[εξορίζω]] («[[οὔτε]]... κτείνειν ἢ φυγαδεύειν οὐδ' ὀστρακίζειν... τὸν τοιοῡτον [[πρέπον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τρέπω]] σε [[φυγή]] («φυγαδεύοντας τοὺς δανειστάς», παπ.)<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[είμαι]] [[εξόριστος]], ζω στην [[εξορία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[απομακρύνω]], [[παραμερίζω]], [[ιδίως]] λόγω περιφρόνησης («καὶ τὸ θῆλυ τοῡ βίου φυγαδεύεις», <b>Λουκιαν.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ, και φυγαδείω Α [[φυγάς]], -[[άδος]]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βοηθώ]] κάποιον να διαφύγει, να δραπετεύσει<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκδιώκω]], [[εξορίζω]] («[[οὔτε]]... κτείνειν ἢ φυγαδεύειν οὐδ' ὀστρακίζειν... τὸν τοιοῡτον [[πρέπον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τρέπω]] σε [[φυγή]] («φυγαδεύοντας τοὺς δανειστάς», παπ.)<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[είμαι]] [[εξόριστος]], ζω στην [[εξορία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[απομακρύνω]], [[παραμερίζω]], [[ιδίως]] λόγω περιφρόνησης («καὶ τὸ θῆλυ τοῡ βίου φυγαδεύεις», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῠγᾰδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[φυγάς]]), [[απομακρύνω]] από κάποια [[χώρα]], [[εξορίζω]], σε Ξεν., Δημ.
}}
}}