λοίδορος: Difference between revisions

5
(23)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[λοίδορος]], -ον)<br />[[υβριστικός]], [[ονειδιστικός]], [[χλευαστικός]] («ὁ [[κῶμος]] λοίδορόν τ' ἔριν φιλεῑ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[λοίδορος]]<br />ο [[υβριστής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λοίδορον</i><br />η [[λοιδορία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λοιδόρως]] (Α)<br />με υβριστικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λοιδορώ]], με υποχωρτ. [[παραγωγή]]].
|mltxt=-ο (Α [[λοίδορος]], -ον)<br />[[υβριστικός]], [[ονειδιστικός]], [[χλευαστικός]] («ὁ [[κῶμος]] λοίδορόν τ' ἔριν φιλεῑ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[λοίδορος]]<br />ο [[υβριστής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λοίδορον</i><br />η [[λοιδορία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λοιδόρως]] (Α)<br />με υβριστικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λοιδορώ]], με υποχωρτ. [[παραγωγή]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λοίδορος:''' -ον, [[κακολόγος]], [[υβριστικός]], [[προσβλητικός]], σε Ευρ.· επίρρ., <i>λοίδορως</i>, σε Στράβ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}