μήποτε: Difference between revisions

5
(25)
(5)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[μήποτε]], Α και μή ποτε και ιων. τ. [[μήκοτε]], Μ και μήποτες)<br /><b>1.</b> (ως επίρρ. με απαγορευτική σημ.) με κανέναν τρόπο, για κανέναν λόγο («ὡς [[Ζεὺς]] μήποτ' ἄρξειεν θεῶν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως σύνδ. με ερωτηματική σημ.) [[μήπως]] («αἰσχυνόμενοι φάτιν ἀνδρῶν... μήποτέ τις εἴπῃσι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>ως επίρρ.</b>) ίσως («τὰ γὰρ τοῡ θανάτου [[μήποτε]] καὶ [[λίαν]] ἡμῑν [[ὄντα]] συνήθη καὶ συμφυᾱ», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μή</i> <span style="color: red;">+</span> [[ποτέ]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ουδέποτε]])].
|mltxt=(ΑΜ [[μήποτε]], Α και μή ποτε και ιων. τ. [[μήκοτε]], Μ και μήποτες)<br /><b>1.</b> (ως επίρρ. με απαγορευτική σημ.) με κανέναν τρόπο, για κανέναν λόγο («ὡς [[Ζεὺς]] μήποτ' ἄρξειεν θεῶν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως σύνδ. με ερωτηματική σημ.) [[μήπως]] («αἰσχυνόμενοι φάτιν ἀνδρῶν... μήποτέ τις εἴπῃσι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>ως επίρρ.</b>) ίσως («τὰ γὰρ τοῡ θανάτου [[μήποτε]] καὶ [[λίαν]] ἡμῑν [[ὄντα]] συνήθη καὶ συμφυᾱ», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μή</i> <span style="color: red;">+</span> [[ποτέ]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ουδέποτε]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μήποτε:''' ή μή-ποτε,<br /><b class="num">I. 1.</b> ως επίρρ., [[ποτέ]], με κανέναν τρόπο, [[μετά]] τα <i>ὡς</i>, <i>εἰ</i>, κ.λπ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης με απαρ. σε όρκους, [[ὀμοῦμαι]], [[μήποτε]] τῆς εὐνῆς [[ἐπιβήμεναι]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> σε [[απαγόρευση]] ή ισχυρή [[άρνηση]], με υποτ. αόρ., [[μήποτε]] καὶ σὺ ὀλέσσῃς, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">3.</b> πιθ., όπως το [[nescio]] an, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> ως σύνδ., ότι [[ποτέ]], [[μήπως]] [[κάποτε]], Λατ. ne [[quando]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}