3,277,030
edits
(18) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καλαμευτής]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[θεριστής]]<br /><b>2.</b> [[ψαράς]] που ψαρεύει με [[καλαμίδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη σημ. «[[θεριστής]]» η λ. προέρχεται από τον τ. [[καλάμη]], ενώ με τη σημ. «[[ψαράς]]» από τη λ. [[κάλαμος]]]. | |mltxt=[[καλαμευτής]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[θεριστής]]<br /><b>2.</b> [[ψαράς]] που ψαρεύει με [[καλαμίδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη σημ. «[[θεριστής]]» η λ. προέρχεται από τον τ. [[καλάμη]], ενώ με τη σημ. «[[ψαράς]]» από τη λ. [[κάλαμος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κᾰλᾰμευτής:''' -οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> (όπως αν προερχόταν από το <i>*καλαμεύω</i>), [[θεριστής]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ψαρεύει με [[πετονιά]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |