καλαμευτής: Difference between revisions

5
(18)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καλαμευτής]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[θεριστής]]<br /><b>2.</b> [[ψαράς]] που ψαρεύει με [[καλαμίδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη σημ. «[[θεριστής]]» η λ. προέρχεται από τον τ. [[καλάμη]], ενώ με τη σημ. «[[ψαράς]]» από τη λ. [[κάλαμος]]].
|mltxt=[[καλαμευτής]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[θεριστής]]<br /><b>2.</b> [[ψαράς]] που ψαρεύει με [[καλαμίδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη σημ. «[[θεριστής]]» η λ. προέρχεται από τον τ. [[καλάμη]], ενώ με τη σημ. «[[ψαράς]]» από τη λ. [[κάλαμος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰλᾰμευτής:''' -οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> (όπως αν προερχόταν από το <i>*καλαμεύω</i>), [[θεριστής]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ψαρεύει με [[πετονιά]], σε Ανθ.
}}
}}