ἔδαφος: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἔδαφος]])<br /><b>1.</b> το ανώτατο [[στρώμα]] του φλοιού της γης, η [[επιφάνεια]] της γης<br /><b>2.</b> [[τόπος]], γη, [[περιοχή]] («[[προσάρτηση]] εδαφών»)<br /><b>3.</b> γη, [[χώμα]] (από ποιοτική [[άποψη]]) («[[έδαφος]] παχύ, εύφορο»)<br /><b>4.</b> [[αγρός]], [[χωράφι]], [[οικόπεδο]] («ιδιωτικά εδάφη»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το μονόχρωμο ή πολύχρωμο [[πεδίο]] μιας εικόνας όπου ζωγραφίζονται οι διάφορες παραστάσεις, [[φόντο]], [[βάθος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κερδίζω]] [[έδαφος]]» — [[αποκτώ]] [[υπεροχή]] ή πλεονεκτήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πυθμένας]], [[βάση]]<br /><b>2.</b> (για [[σπίτι]]) [[δάπεδο]]<br /><b>3.</b> αρχικό [[κείμενο]], πρωτότυπο<br /><b>4.</b> [[χειρόγραφο]]<br /><b>5.</b> [[εδάφιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεμονωμένος [[σχηματισμός]] σε -(<i>α</i>)<i>φος</i>. Συνδέεται πιθ. με τά [[έδος]], [[έζομαι]], ενώ η [[ψίλωση]] της λ. προήλθε από [[ανομοίωση]] [[προς]] το δασύ -<i>φ</i>. Το ουδ. [[γένος]] της λέξης οφείλεται πιθ. σε αναλογική [[επίδραση]] του [[έδος]]. Η υποτεθείσα [[σχέση]] με το [[ούδας]] δεν έχει ισχυρή [[βάση]]].
|mltxt=το (AM [[ἔδαφος]])<br /><b>1.</b> το ανώτατο [[στρώμα]] του φλοιού της γης, η [[επιφάνεια]] της γης<br /><b>2.</b> [[τόπος]], γη, [[περιοχή]] («[[προσάρτηση]] εδαφών»)<br /><b>3.</b> γη, [[χώμα]] (από ποιοτική [[άποψη]]) («[[έδαφος]] παχύ, εύφορο»)<br /><b>4.</b> [[αγρός]], [[χωράφι]], [[οικόπεδο]] («ιδιωτικά εδάφη»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το μονόχρωμο ή πολύχρωμο [[πεδίο]] μιας εικόνας όπου ζωγραφίζονται οι διάφορες παραστάσεις, [[φόντο]], [[βάθος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κερδίζω]] [[έδαφος]]» — [[αποκτώ]] [[υπεροχή]] ή πλεονεκτήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πυθμένας]], [[βάση]]<br /><b>2.</b> (για [[σπίτι]]) [[δάπεδο]]<br /><b>3.</b> αρχικό [[κείμενο]], πρωτότυπο<br /><b>4.</b> [[χειρόγραφο]]<br /><b>5.</b> [[εδάφιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεμονωμένος [[σχηματισμός]] σε -(<i>α</i>)<i>φος</i>. Συνδέεται πιθ. με τά [[έδος]], [[έζομαι]], ενώ η [[ψίλωση]] της λ. προήλθε από [[ανομοίωση]] [[προς]] το δασύ -<i>φ</i>. Το ουδ. [[γένος]] της λέξης οφείλεται πιθ. σε αναλογική [[επίδραση]] του [[έδος]]. Η υποτεθείσα [[σχέση]] με το [[ούδας]] δεν έχει ισχυρή [[βάση]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔδᾰφος:''' -εος, τό, (πιθ. από την [[ίδια]] [[ρίζα]] με τα [[ὁδός]], [[οὖδας]])·<br /><b class="num">1.</b> [[πυθμένας]], [[θεμέλιο]], [[βάση]] [[κάθε]] πράγματος, σε Θουκ.· [[ἔδαφος]] [[νηός]], [[καρίνα]] πλοίου, [[αμπάρι]] (το [[κύτος]]) πλοίου, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἔδ. ποταμοῦ</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> κατώϊ, [[δάπεδο]], <i>οἴκου</i>, σε Ηρόδ.· καθαιρεῖν εἰς τὸ [[ἔδαφος]], [[κατεδαφίζω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[έδαφος]], [[χώμα]], γη, σε Αισχίν., Δημ.
}}
}}