πεύκινος: Difference between revisions

6
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πεύκινος]], -ίνη, -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[πεύκο]]<br /><b>2.</b> κατασκευασμένος από [[ξύλο]] πεύκου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τα πεύκινα</i><br />τα κλαδιά πεύκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεύκη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ξύλ</i>-<i>ινος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[πεύκινος]], -ίνη, -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[πεύκο]]<br /><b>2.</b> κατασκευασμένος από [[ξύλο]] πεύκου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τα πεύκινα</i><br />τα κλαδιά πεύκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεύκη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ξύλ</i>-<i>ινος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πεύκινος:''' -η, -ον ([[πεύκη]]), αυτός που ανήκει ή προέρχεται από [[πεύκο]] ή [[ξύλο]] πεύκου, σε Σοφ.· <i>πεύκινα δάκρυα</i>, τα δάκρυα του πεύκου, δηλ. οι σταγόνες ρετσινιού που στάζουν από το [[πεύκο]], σε Ευρ.
}}
}}