δογματίζω: Difference between revisions

4
(9)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[δογματίζω]]) [[δόγμα]]<br /><b>1.</b> [[διατυπώνω]] ως [[δόγμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αποφαίνομαι]] δογματικά, [[αποφασίζω]] αυθαίρετα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> λέω τη [[γνώμη]] μου, [[προτείνω]]<br /><b>2.</b> [[αποφαίνομαι]]<br /><b>3.</b> [[εκδίδω]] [[ψήφισμα]]<br /><b>4.</b> <i>το δογματιζόμενα</i><br />όσα διατυπώνονται με τη [[μορφή]] δόγματος, αξιώματος.
|mltxt=(AM [[δογματίζω]]) [[δόγμα]]<br /><b>1.</b> [[διατυπώνω]] ως [[δόγμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αποφαίνομαι]] δογματικά, [[αποφασίζω]] αυθαίρετα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> λέω τη [[γνώμη]] μου, [[προτείνω]]<br /><b>2.</b> [[αποφαίνομαι]]<br /><b>3.</b> [[εκδίδω]] [[ψήφισμα]]<br /><b>4.</b> <i>το δογματιζόμενα</i><br />όσα διατυπώνονται με τη [[μορφή]] δόγματος, αξιώματος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δογματίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[αποφαίνομαι]], <i>δ. τινὰ καλήν</i>, την [[ανακηρύσσω]] [[καλή]], όμορφη, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> στην Παθ., λέγεται για πρόσωπα, υποτάσσομαι στα διατάγματα, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}