θεραπήϊος: Difference between revisions

4
(17)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεραπήϊος]], -ΐα, -ον (Α)<br />(ιων. και ποιητ. τ.)<br /><b>1.</b> [[θεραπευτικός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα θεραπήια</i><br />τα γιατρικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θεραπεύω]], <span style="color: red;">+</span> ιων. καταλ. [[ήιος]] που, ενώ αρχικά σχημάτιζε μετονοματικά παράγωγα ονομάτων σε -<i>εύς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βασιλ</i>-<i>ευς</i> &GT; <i>βασιλ</i>-[[ήιος]]), αργότερα η [[χρήση]] της επεκτάθηκε και σε άλλες κατηγορίες λέξεων [[μεταξύ]] τών οποίων [[είναι]] και τα ρ. σε -<i>ευώ</i>].
|mltxt=[[θεραπήϊος]], -ΐα, -ον (Α)<br />(ιων. και ποιητ. τ.)<br /><b>1.</b> [[θεραπευτικός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα θεραπήια</i><br />τα γιατρικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θεραπεύω]], <span style="color: red;">+</span> ιων. καταλ. [[ήιος]] που, ενώ αρχικά σχημάτιζε μετονοματικά παράγωγα ονομάτων σε -<i>εύς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βασιλ</i>-<i>ευς</i> &GT; <i>βασιλ</i>-[[ήιος]]), αργότερα η [[χρήση]] της επεκτάθηκε και σε άλλες κατηγορίες λέξεων [[μεταξύ]] τών οποίων [[είναι]] και τα ρ. σε -<i>ευώ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θερᾰπήϊος:''' -α, -ον, Ιων. αντί [[θεραπευτικός]], σε Ανθ. Π.
}}
}}