ὀπωπή: Difference between revisions

5
(29)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀπωπή]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> θέα, [[βλέμμα]] («[[ὅπως]] ἤντησας ὀπωπῆς» — όπως είδες, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> η εξωτερική όψη, η [[εμφάνιση]]<br /><b>3.</b> η [[αίσθηση]] της όρασης<br /><b>4.</b> ο [[βολβός]] του οφθαλμού<br /><b>5.</b> [[οφθαλμός]], [[μάτι]] («μελαινομένῃσιν ὀπωπαῑς», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] από τον παρακμ. [[ὄπωπα]] (<b>πρβλ.</b> [[ὄδωδα]]: [[ὀδωδή]])].
|mltxt=[[ὀπωπή]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> θέα, [[βλέμμα]] («[[ὅπως]] ἤντησας ὀπωπῆς» — όπως είδες, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> η εξωτερική όψη, η [[εμφάνιση]]<br /><b>3.</b> η [[αίσθηση]] της όρασης<br /><b>4.</b> ο [[βολβός]] του οφθαλμού<br /><b>5.</b> [[οφθαλμός]], [[μάτι]] («μελαινομένῃσιν ὀπωπαῑς», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] από τον παρακμ. [[ὄπωπα]] (<b>πρβλ.</b> [[ὄδωδα]]: [[ὀδωδή]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀπωπή:''' ἡ ([[ὄπωπα]]), ποιητ. αντί [[ὄψις]],<br /><b class="num">I.</b> [[θέα]] ή όψη, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> όραση, η [[ικανότητα]] του να βλέπει [[κάποιος]], στο ίδ.
}}
}}