σιτηρέσιον: Difference between revisions

6
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />fourniture en vivres <i>ou</i> en argent ; solde : [[σιτηρέσιον]] ἔμμηνον PLUT <i>à Rome</i> allocation mensuelle de grains aux citoyens pauvres (<i>lat.</i> tessera frumentaria).<br />'''Étymologie:''' [[σιτηρός]].
|btext=ου (τό) :<br />fourniture en vivres <i>ou</i> en argent ; solde : [[σιτηρέσιον]] ἔμμηνον PLUT <i>à Rome</i> allocation mensuelle de grains aux citoyens pauvres (<i>lat.</i> tessera frumentaria).<br />'''Étymologie:''' [[σιτηρός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σῑτηρέσιον:''' τό, προμήθειες, τρόφιμα, [[ιδίως]] λέγεται για το [[επίδομα]] σίτησης που χορηγείτο στους στρατιώτες, σε Ξεν., Δημ.· στη [[Ρώμη]], [[σιτηρέσιον]] ἔμμηνον, η μηνιαία [[χορήγηση]] σίτου στους ασθενέστερους οικονομικά πολίτες, Λατ. [[tessera]] frumentia, σε Πλούτ.
}}
}}