σιδηροτομέω: Difference between revisions

6
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />couper avec du fer.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[τέμνω]].
|btext=-ῶ :<br />couper avec du fer.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[τέμνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σῐδηροτομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[τέμνω]]), αυτός που τέμνει, κόβει ή σχίζει με σιδερένιο [[εργαλείο]], με [[ξίφος]], σε Ανθ.
}}
}}