λυσίζωνος: Difference between revisions

5
mNo edit summary
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυσίζωνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που λύνει τη [[ζώνη]]<br /><b>2.</b> (για [[νύφη]]) αυτή που καταθέτει, που αφιερώνει την [[παρθενική]] [[ζώνη]] στην Άρτεμι<br /><b>3.</b> (για στρατιώτη) αυτός που αποθέτει την [[πανοπλία]], [[άοπλος]]<br /><b>4.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Λυσίζωνος</i><br />α) [[επίκληση]] της Αρτέμιδος<br />β) [[επίκληση]] της Ειλειθυίας, η οποία βοηθούσε τις γυναίκες [[κατά]] τον τοκετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζώνη]]), <b>πρβλ.</b> [[βαθύζωνος]], [[καλλίζωνος]]].
|mltxt=[[λυσίζωνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που λύνει τη [[ζώνη]]<br /><b>2.</b> (για [[νύφη]]) αυτή που καταθέτει, που αφιερώνει την [[παρθενική]] [[ζώνη]] στην Άρτεμι<br /><b>3.</b> (για στρατιώτη) αυτός που αποθέτει την [[πανοπλία]], [[άοπλος]]<br /><b>4.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Λυσίζωνος</i><br />α) [[επίκληση]] της Αρτέμιδος<br />β) [[επίκληση]] της Ειλειθυίας, η οποία βοηθούσε τις γυναίκες [[κατά]] τον τοκετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζώνη]]), <b>πρβλ.</b> [[βαθύζωνος]], [[καλλίζωνος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῡσίζωνος:''' [ῐ], -ον ([[ζώνη]]), αυτός που χαλαρώνει, που λύνει την [[ζώνη]], [[άοπλος]], επίθ. της Ειλειθυίας, η οποία βοηθούσε τις γυναίκες που βρίσκονταν υπό τους πόνους του τοκετού, σε Θεόκρ.
}}
}}