ἐριστάφυλος: Difference between revisions

4
(14)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐριστάφυλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[κρασί]]) αυτός που [[είναι]] παρασκευασμένος από μεγάλα, ωραία σταφύλια<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που [[είναι]] [[πλούσιος]] σε σταφύλια<br /><b>3.</b> επίθ. του Διονύσου («ἐρισταφύλῳ Βάκχῳ», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> [[σταφυλή]].
|mltxt=[[ἐριστάφυλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[κρασί]]) αυτός που [[είναι]] παρασκευασμένος από μεγάλα, ωραία σταφύλια<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που [[είναι]] [[πλούσιος]] σε σταφύλια<br /><b>3.</b> επίθ. του Διονύσου («ἐρισταφύλῳ Βάκχῳ», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> [[σταφυλή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐριστάφῠλος:''' -ον (στᾰφῠλή)·,<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για το [[κρασί]], φτιαγμένος από διαλεχτά σταφύλια, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> [[πλούσιος]], [[άφθονος]] σε σταφύλια, λέγεται για τον Βάκχο, σε Ανθ.
}}
}}