ὑψίπυλος: Difference between revisions

6
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(στον Όμ.) (ως [[επίθετο]] της Τροίας και της Θήβας) αυτός που έχει υψηλές πύλες (α. «[[ἔνθα]] κεν ὑψίπυλον Τροίην ἕλον υἷες Ἀχαιῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «Θήβην ὑψίπυλον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>πυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πύλη]]), <b>πρβλ.</b> <i>τηλέ</i>-<i>πυλος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />(στον Όμ.) (ως [[επίθετο]] της Τροίας και της Θήβας) αυτός που έχει υψηλές πύλες (α. «[[ἔνθα]] κεν ὑψίπυλον Τροίην ἕλον υἷες Ἀχαιῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «Θήβην ὑψίπυλον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>πυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πύλη]]), <b>πρβλ.</b> <i>τηλέ</i>-<i>πυλος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑψίπῠλος:''' -ον ([[πύλη]]), αυτός που έχει ψηλές πύλες, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
}}
}}