ὀλιγόπιστος: Difference between revisions

5
(28)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[λιγόπιστος]], -η, -ο (ΑΜ [[ὀλιγόπιστος]], -ον)<br />αυτός που έχει λίγη [[πίστη]], αυτός του οποίου εύκολα κλονίζεται η [[πίστη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει [[εμπιστοσύνη]] στους άλλους, [[δύσπιστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[πιστός]]].
|mltxt=και [[λιγόπιστος]], -η, -ο (ΑΜ [[ὀλιγόπιστος]], -ον)<br />αυτός που έχει λίγη [[πίστη]], αυτός του οποίου εύκολα κλονίζεται η [[πίστη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει [[εμπιστοσύνη]] στους άλλους, [[δύσπιστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[πιστός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀλιγόπιστος:''' -ον, αυτός που διαθέτει λίγη [[πίστη]], [[λιγόπιστος]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}