φερέοικος: Difference between revisions

6
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[φερέοικος]], -ον, ΝΜΑ, και [[φέροικος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> (για ζώο) αυτός που κουβαλά [[μαζί]] του το [[σπίτι]] του, όπως λ.χ., το [[σαλιγκάρι]] ή η [[χελώνα]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν έχει μόνιμη [[κατοικία]], περιπλανώμενος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[φερέοικος]]·α) [[είδος]] φιδιού<br />β) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[είδος]] σφήκας ή [[είδος]] χελώνας<br /><b>2.</b> (μόνον ο τ. [[φέροικος]]) [[είδος]] ζώου λευκού χρώματος που μοιάζει με σκίουρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]] (για τη [[μορφή]] του α' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[φέρω]]) <span style="color: red;">+</span> [[οἶκος]] (<b>πρβλ.</b> <i>σωσί</i>-<i>οικος</i>, <i>ὠλεσί</i>-<i>οικος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[φερέοικος]], -ον, ΝΜΑ, και [[φέροικος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> (για ζώο) αυτός που κουβαλά [[μαζί]] του το [[σπίτι]] του, όπως λ.χ., το [[σαλιγκάρι]] ή η [[χελώνα]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν έχει μόνιμη [[κατοικία]], περιπλανώμενος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[φερέοικος]]·α) [[είδος]] φιδιού<br />β) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[είδος]] σφήκας ή [[είδος]] χελώνας<br /><b>2.</b> (μόνον ο τ. [[φέροικος]]) [[είδος]] ζώου λευκού χρώματος που μοιάζει με σκίουρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]] (για τη [[μορφή]] του α' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[φέρω]]) <span style="color: red;">+</span> [[οἶκος]] (<b>πρβλ.</b> <i>σωσί</i>-<i>οικος</i>, <i>ὠλεσί</i>-<i>οικος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φερέοικος:''' -ον, αυτός που έχει μαζί του το [[σπίτι]] του, λέγεται για τους [[Σκύθες]], σε Ηρόδ.· ως ουσ., αυτός που κουβαλάει το [[σπίτι]] του, δηλ. το [[σαλιγκάρι]], σε Ησίοδ.
}}
}}