προστροπή: Difference between revisions

6
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[προστρέπω]]<br /><b>1.</b> [[ικεσία]] ενός ανθρώπου που φέρει [[μίασμα]], [[ιδίως]] φόνου, σε έναν θεό ή άνθρωπο για [[εξιλέωση]], για εξαγνισμό<br /><b>2.</b> [[προσευχή]], [[παράκληση]] ικέτη («προστροπὴν καὶ ἀρὰν [[ὑπὲρ]] τούτων ἐποιήσαντο», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> [[ενοχή]], [[μίασμα]] φονιά<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «θεᾱς ἔχω προστροπήν» — [[είμαι]] [[ιέρεια]] μιας θεάς<br />β) «πόλεως προστροπὴν ἔχω» — [[κάνω]] [[αίτηση]] [[προς]] την [[πόλη]]<br />γ) «προστροπὴ γυναικῶν» — [[χορός]] ικέτιδων [[γυναικών]].
|mltxt=ἡ, Α [[προστρέπω]]<br /><b>1.</b> [[ικεσία]] ενός ανθρώπου που φέρει [[μίασμα]], [[ιδίως]] φόνου, σε έναν θεό ή άνθρωπο για [[εξιλέωση]], για εξαγνισμό<br /><b>2.</b> [[προσευχή]], [[παράκληση]] ικέτη («προστροπὴν καὶ ἀρὰν [[ὑπὲρ]] τούτων ἐποιήσαντο», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> [[ενοχή]], [[μίασμα]] φονιά<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «θεᾱς ἔχω προστροπήν» — [[είμαι]] [[ιέρεια]] μιας θεάς<br />β) «πόλεως προστροπὴν ἔχω» — [[κάνω]] [[αίτηση]] [[προς]] την [[πόλη]]<br />γ) «προστροπὴ γυναικῶν» — [[χορός]] ικέτιδων [[γυναικών]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προστροπή:''' ἡ ([[προστρέπω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[τροπή]] κάποιου προς τον θεό για [[εξιλέωση]] ή εξαγνισμό, [[ικεσία]] ενός μιαρού ανθρώπου, σε Αισχύλ.· οποιαδήποτε [[δέηση]] στον θεό, [[προσευχή]], στον ίδ., Ευρ.· <i>προστροπὴν θεᾶς</i>, [[υποχρέωση]] προσευχής στους θεούς, το λατρευτικό [[καθήκον]] του ιερέα, σε Ευρ.· <i>πόλεως προστροπήν</i>, [[αίτηση]] προς την πόλη, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> <i>προστροπὴ γυναικῶν</i>, [[χορός]] ικέτιδων, σε Αισχύλ.
}}
}}