3,277,121
edits
(32) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και περιρρηγνύω Α [[ρήγνυμι]] / [[ρηγνύω]]<br /><b>1.</b> [[διασχίζω]], [[διασπώ]], [[αποσχίζω]] [[κάτι]] [[γύρω]] [[γύρω]] («τὸν γήλοφον περιρρήγνυσι κύκλῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με ενδύματα) [[ξεσχίζω]] και [[αφαιρώ]] από κάποιον, [[αποσπώ]] («περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[απογυμνώνω]]<br /><b>4.</b> [[διαρρηγνύω]] [[γύρω]] [[γύρω]] [[κάτι]] («τὸν μὲν ὑμένα περιρρήξας ἐκπέταται», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>περιρρήγνυμαι</i><br />(για [[κέλυφος]] ή υμένα που [[μέσα]] βρίσκονται τα νεογνά ή τα έμβρυα) σχίζομαι [[ολόγυρα]] («περιρρήγνυται τὸ [[κέλυφος]] καὶ ἐκπέτεται ἐξ αὐτῶν πτερωτὰ ζῷα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> (για νεκρή [[σάρκα]]) ξηραίνομαι, [[αδυνατίζω]], [[χωνεύω]]<br /><b>7.</b> [[στρέφω]], [[εκτρέπω]] την [[κοίτη]] ποταμού για να διασχίσει κάποιο [[μέρος]] («τὸν Νεῑλον περὶ τὴν χώραν περιέρρηξε», Ισοκρ.)<br /><b>8.</b> <b>παθ.</b> α) διασχίζομαι, διαιρούμαι σε [[πολλά]] κομμάτια («τοῡ Δέλτα κατὰ τὸ ὀξὺ περιρρήγνυται ὁ Νεῑλος», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) [[ξεσπώ]], εκρήγνυμαι [[γύρω]] από έναν [[τόπο]] («βρονταὶ περιερρήγνυντο», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>10.</b> [[προσαράζω]] [[πλοίο]], το [[σπάζω]] ρίχνοντάς το σε σκόπελο («πρὸς... [[σκόπελον]] περιρρήξαντες τὸ... [[σκαφίδιον]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>11.</b> [[πετώ]], [[ρίχνω]] [[κάτι]] [[εναντίον]] κάποιου («ἀλλήλοισι περιρρηγνύασι ἀέλλας», Κόιντ.)<br /><b>12.</b> (το μέσ. με αιτ. ή απολ.) [[ξεσχίζω]] τα ρούχα μου, [[είμαι]] με σχισμένα ρούχα, [[είμαι]] [[γυμνός]] (α. «περιερρήξατο τοὺς πέπλους», Αριαν.<br />β. «[γυναῑκες] περιερρηγμέναι», Δίων Χρυσ.)<br /><b>13.</b> <b>φρ.</b> «[[ὄρος]] περιερρωγός» — όρος απότομο, απόκρημνο [[γύρω]] [[γύρω]]. | |mltxt=και περιρρηγνύω Α [[ρήγνυμι]] / [[ρηγνύω]]<br /><b>1.</b> [[διασχίζω]], [[διασπώ]], [[αποσχίζω]] [[κάτι]] [[γύρω]] [[γύρω]] («τὸν γήλοφον περιρρήγνυσι κύκλῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με ενδύματα) [[ξεσχίζω]] και [[αφαιρώ]] από κάποιον, [[αποσπώ]] («περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[απογυμνώνω]]<br /><b>4.</b> [[διαρρηγνύω]] [[γύρω]] [[γύρω]] [[κάτι]] («τὸν μὲν ὑμένα περιρρήξας ἐκπέταται», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>περιρρήγνυμαι</i><br />(για [[κέλυφος]] ή υμένα που [[μέσα]] βρίσκονται τα νεογνά ή τα έμβρυα) σχίζομαι [[ολόγυρα]] («περιρρήγνυται τὸ [[κέλυφος]] καὶ ἐκπέτεται ἐξ αὐτῶν πτερωτὰ ζῷα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> (για νεκρή [[σάρκα]]) ξηραίνομαι, [[αδυνατίζω]], [[χωνεύω]]<br /><b>7.</b> [[στρέφω]], [[εκτρέπω]] την [[κοίτη]] ποταμού για να διασχίσει κάποιο [[μέρος]] («τὸν Νεῑλον περὶ τὴν χώραν περιέρρηξε», Ισοκρ.)<br /><b>8.</b> <b>παθ.</b> α) διασχίζομαι, διαιρούμαι σε [[πολλά]] κομμάτια («τοῡ Δέλτα κατὰ τὸ ὀξὺ περιρρήγνυται ὁ Νεῑλος», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) [[ξεσπώ]], εκρήγνυμαι [[γύρω]] από έναν [[τόπο]] («βρονταὶ περιερρήγνυντο», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>10.</b> [[προσαράζω]] [[πλοίο]], το [[σπάζω]] ρίχνοντάς το σε σκόπελο («πρὸς... [[σκόπελον]] περιρρήξαντες τὸ... [[σκαφίδιον]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>11.</b> [[πετώ]], [[ρίχνω]] [[κάτι]] [[εναντίον]] κάποιου («ἀλλήλοισι περιρρηγνύασι ἀέλλας», Κόιντ.)<br /><b>12.</b> (το μέσ. με αιτ. ή απολ.) [[ξεσχίζω]] τα ρούχα μου, [[είμαι]] με σχισμένα ρούχα, [[είμαι]] [[γυμνός]] (α. «περιερρήξατο τοὺς πέπλους», Αριαν.<br />β. «[γυναῑκες] περιερρηγμέναι», Δίων Χρυσ.)<br /><b>13.</b> <b>φρ.</b> «[[ὄρος]] περιερρωγός» — όρος απότομο, απόκρημνο [[γύρω]] [[γύρω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περιρρήγνῡμι:''' και -ύω, μέλ. <i>-ρήξω</i>· λέγεται για ενδύματα, [[σχίζω]] [[ολόγυρα]], [[σχίζω]] και κάνω κουρέλια, σε Δημ. — Μέσ., <i>περιερρήξατο τοὺς πέπλους</i>, διέρρηξε τα ενδύματά του, σε Πλούτ. — Παθ., έχω αφαιρεθεί, έχω αποσπαστεί, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> κάνω έναν ποταμό να διαβρώσει ή να διαχωρίσει [[κομμάτι]] γης, ([[Βούσιρις]]) <i>τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν περιέρρηξε</i>, σε Ισοκρ. — Παθ., κατὰ τὸ ὀξὺ τοῦ Δέλτα περιρρήγνυται ὁ [[Νεῖλος]], στην απόληξή του ο Νείλος καταλήγει στο Δέλτα, δηλ. σπάει σε [[πολλά]] παρακλάδια, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> [[σπάζω]] ένα [[πράγμα]] γύρω ή πάνω σε [[άλλο]], [[καταστρέφω]], τὸ [[σκαφίδιον]] πρὸς πέτραν, σε Λουκ. | |||
}} | }} |