ἐπιτρέφω: Difference between revisions

4
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιτρέφω]] (Α) [[τρέφω]]<br /><b>1.</b> [[τρέφω]] επί [[πλέον]], [[κάνω]] να αυξηθεί [[κάτι]] επί [[πλέον]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> [[τρέφω]], [[διατρέφω]], [[διατηρώ]]<br /><b>3.</b> <b>μαθ.</b> [[συντελώ]] στην [[αύξηση]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπιτρέφομαι</i><br />α) γεννιέμαι [[κατόπιν]], ανατρέφομαι όπως οι απόγονοι («τῶν [[ὕστερον]] ἐπιτραφέντων βασιλέων», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) μορφώνομαι, σχηματίζομαι [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br />γ) μορφώνομαι, σχηματίζομαι [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br />δ) ανατρέφομαι ως [[διάδοχος]] ή [[ανταγωνιστής]].
|mltxt=[[ἐπιτρέφω]] (Α) [[τρέφω]]<br /><b>1.</b> [[τρέφω]] επί [[πλέον]], [[κάνω]] να αυξηθεί [[κάτι]] επί [[πλέον]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> [[τρέφω]], [[διατρέφω]], [[διατηρώ]]<br /><b>3.</b> <b>μαθ.</b> [[συντελώ]] στην [[αύξηση]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπιτρέφομαι</i><br />α) γεννιέμαι [[κατόπιν]], ανατρέφομαι όπως οι απόγονοι («τῶν [[ὕστερον]] ἐπιτραφέντων βασιλέων», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) μορφώνομαι, σχηματίζομαι [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br />γ) μορφώνομαι, σχηματίζομαι [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br />δ) ανατρέφομαι ως [[διάδοχος]] ή [[ανταγωνιστής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιτρέφω:''' μέλ. -[[θρέψω]], παρακ. -[[τέτροφα]], αόρ. βʹ ἐπετράφην [ᾰ]·<br /><b class="num">I.</b> [[τρέφω]], [[ανατρέφω]], [[μεγαλώνω]]· γενικά, [[υποστηρίζω]], [[διατηρώ]], [[συντηρώ]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., ανατρέφομαι, λέγεται για απογόνους, Λατ. succrescere, στον ίδ.· ανατρέφομαι ως [[διάδοχος]], στον ίδ.
}}
}}