ἐντήκω: Difference between revisions

4
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐντήκω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[λειώνω]], [[διαλύω]]<br /><b>2.</b> [[χύνω]] υλικό λειωμένο [[μέσα]] σε [[κάτι]] («τὰς τούτων ἁρμονίας ἐπλήρου μόλυβδον ἐντήκουσα», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διδάσκω]]<br /><b>3.</b> (για συναισθήματα) [[εισδύω]] [[βαθιά]] στην [[ψυχή]]<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[λειώνω]] από έρωτα<br /><b>5.</b> εξαντλούμαι από το [[κλάμα]].
|mltxt=[[ἐντήκω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[λειώνω]], [[διαλύω]]<br /><b>2.</b> [[χύνω]] υλικό λειωμένο [[μέσα]] σε [[κάτι]] («τὰς τούτων ἁρμονίας ἐπλήρου μόλυβδον ἐντήκουσα», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διδάσκω]]<br /><b>3.</b> (για συναισθήματα) [[εισδύω]] [[βαθιά]] στην [[ψυχή]]<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[λειώνω]] από έρωτα<br /><b>5.</b> εξαντλούμαι από το [[κλάμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐντήκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[χύνω]] [[κάτι]] λυωμένο μέσα σε, <i>μόλιβδον</i>, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., με Ενεργ. παρακ. <i>ἐντέτηκα</i>,<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για αισθήματα, [[διεισδύω]] [[βαθιά]] μέσα σε, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, είμαι απορροφημένος από [[κάτι]], στον ίδ.
}}
}}