λευκόσφυρος: Difference between revisions

5
(23)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λευκόσφυρος]], -ον (Α) (για την Ήβη) αυτή που έχει λευκούς αστραγάλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λευκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σφυρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σφυρόν]] «[[αστράγαλος]]»)].
|mltxt=[[λευκόσφυρος]], -ον (Α) (για την Ήβη) αυτή που έχει λευκούς αστραγάλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λευκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σφυρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σφυρόν]] «[[αστράγαλος]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λευκόσφῠρος:''' -ον ([[σφυρόν]]), αυτός που έχει λευκούς αστραγάλους, [[λευκά]] ή [[γυμνά]] πόδια, σε Θεόκρ.
}}
}}