φῦσα: Difference between revisions

559 bytes added ,  30 December 2018
6
(45)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / φῡσα, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[φυσητήρας]], [[φυσερό]] για τη [[φωτιά]]<br /><b>2.</b> τα [[αέρια]] τών εντέρων, η [[πορδή]] («[[φύσας]] τε καὶ [[κατάρρους]] νοσήμασιν ὀνόματα τίθεσθαι ἀναγκάζειν τοὺς κομψοὺς Ἀσκληπιάδας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσιολ.</b> τα [[αέρια]] που παράγονται από τη [[δραστηριότητα]] τών μικροβίων [[κατά]] τη [[ζύμωση]] και τη [[σήψη]] τών τροφών στο [[έντερο]] ή προέρχονται από τον αέρα που καταπίνεται με το [[φαγητό]] και τα οποία διαφεύγουν από τον πρωκτό<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] πνευμονοφόρων γαστερόποδων [[μαλακίων]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[φυσίδες]] της υπέρταξης βασσοματοφόρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σωλήνας]] φυσερού<br /><b>2.</b> ξαφνική [[πνοή]] ανέμου<br /><b>3.</b> το [[ρεύμα]] του αέρα που παράγεται από τη [[φωτιά]]<br /><b>4.</b> [[κύστη]], [[φούσκα]]<br /><b>5.</b> [[πρόλοβος]] πτηνού<br /><b>6.</b> [[φυσαλλίδα]], [[φουσκάλα]]<br /><b>7.</b> [[κομπασμός]], αλαζονική [[συμπεριφορά]]<br /><b>8.</b> [[κρατήρας]] ηφαιστείου<br /><b>9.</b> [[ονομασία]] ψαριού του Νείλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική λ., η οποία ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>pŭ</i>- / <i>phu</i>- —[[προϊόν]] ονοματοποιίας από τον ήχο που παράγεται από υλικά που φουσκώνουν και σκάνε [[καθώς]] ψήνονται— και έχει σχηματιστεί, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], από μια [[μορφή]] <i>p</i>(<i>h</i>)<i>u</i>-<i>s</i>- της ρίζας με [[παρέκταση]] -<i>s</i>- (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>pussula</i> / <i>pustula</i> «[[φυσαλλίδα]]», λιθουαν. <i>p</i><i>ū</i><i>slẽ</i> «[[φυσαλλίδα]]», <i>pŭsti</i> «[[φυσώ]]») και [[επίθημα]] -<i>σă</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δόξă</i>, <i>κνῖσă</i>): <i>φῡσ</i>-<i>σă</i> <span style="color: red;"><</span> [[φῦσα]], με [[απλοποίηση]] τών δύο -<i>σσ</i>-. Έχει διατυπωθεί [[επίσης]] η [[άποψη]] ότι η λ. [[φῦσα]] μπορεί να ερμηνευθεί μέσω τών τ. <i>φυκ</i>-<i>jα</i> (από μια [[μορφή]] <i>p</i>[[h]]<i>u</i>-<i>k</i>- της ρίζας, <b>πρβλ.</b> αρμ. <i>p</i>'<i>uk</i>' «[[πνοή]], [[άνεμος]]») ή <i>φυτ</i>-<i>jα</i> (από μια [[μορφή]] <i>p</i>[[h]]<i>u</i>-<i>t</i>-, <b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>ph</i><i>ū</i><i>tkaroti</i> «φυσά»). Η [[άποψη]] αυτή, όμως, δεν θεωρείται πιθανή].
|mltxt=η / φῡσα, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[φυσητήρας]], [[φυσερό]] για τη [[φωτιά]]<br /><b>2.</b> τα [[αέρια]] τών εντέρων, η [[πορδή]] («[[φύσας]] τε καὶ [[κατάρρους]] νοσήμασιν ὀνόματα τίθεσθαι ἀναγκάζειν τοὺς κομψοὺς Ἀσκληπιάδας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσιολ.</b> τα [[αέρια]] που παράγονται από τη [[δραστηριότητα]] τών μικροβίων [[κατά]] τη [[ζύμωση]] και τη [[σήψη]] τών τροφών στο [[έντερο]] ή προέρχονται από τον αέρα που καταπίνεται με το [[φαγητό]] και τα οποία διαφεύγουν από τον πρωκτό<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] πνευμονοφόρων γαστερόποδων [[μαλακίων]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[φυσίδες]] της υπέρταξης βασσοματοφόρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σωλήνας]] φυσερού<br /><b>2.</b> ξαφνική [[πνοή]] ανέμου<br /><b>3.</b> το [[ρεύμα]] του αέρα που παράγεται από τη [[φωτιά]]<br /><b>4.</b> [[κύστη]], [[φούσκα]]<br /><b>5.</b> [[πρόλοβος]] πτηνού<br /><b>6.</b> [[φυσαλλίδα]], [[φουσκάλα]]<br /><b>7.</b> [[κομπασμός]], αλαζονική [[συμπεριφορά]]<br /><b>8.</b> [[κρατήρας]] ηφαιστείου<br /><b>9.</b> [[ονομασία]] ψαριού του Νείλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική λ., η οποία ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>pŭ</i>- / <i>phu</i>- —[[προϊόν]] ονοματοποιίας από τον ήχο που παράγεται από υλικά που φουσκώνουν και σκάνε [[καθώς]] ψήνονται— και έχει σχηματιστεί, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], από μια [[μορφή]] <i>p</i>(<i>h</i>)<i>u</i>-<i>s</i>- της ρίζας με [[παρέκταση]] -<i>s</i>- (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>pussula</i> / <i>pustula</i> «[[φυσαλλίδα]]», λιθουαν. <i>p</i><i>ū</i><i>slẽ</i> «[[φυσαλλίδα]]», <i>pŭsti</i> «[[φυσώ]]») και [[επίθημα]] -<i>σă</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δόξă</i>, <i>κνῖσă</i>): <i>φῡσ</i>-<i>σă</i> <span style="color: red;"><</span> [[φῦσα]], με [[απλοποίηση]] τών δύο -<i>σσ</i>-. Έχει διατυπωθεί [[επίσης]] η [[άποψη]] ότι η λ. [[φῦσα]] μπορεί να ερμηνευθεί μέσω τών τ. <i>φυκ</i>-<i>jα</i> (από μια [[μορφή]] <i>p</i>[[h]]<i>u</i>-<i>k</i>- της ρίζας, <b>πρβλ.</b> αρμ. <i>p</i>'<i>uk</i>' «[[πνοή]], [[άνεμος]]») ή <i>φυτ</i>-<i>jα</i> (από μια [[μορφή]] <i>p</i>[[h]]<i>u</i>-<i>t</i>-, <b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>ph</i><i>ū</i><i>tkaroti</i> «φυσά»). Η [[άποψη]] αυτή, όμως, δεν θεωρείται πιθανή].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῦσα:''' -ης, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> μουγκρητά, [[συνήθως]] σε πληθ., σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.· σε ενικ., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[άνεμος]], [[πνοή]], [[φύσημα]], [[φούσκωμα]] στο [[στομάχι]], σε πληθ., σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τη [[φωτιά]], [[χείμαρρος]] ή [[πίδακας]], σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">3.</b> [[φυσαλλίδα]], σε Λουκ.
}}
}}