μία: Difference between revisions

261 bytes added ,  30 December 2018
5
(25)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=και μια, η (ΑΜ μία)<br />θηλ. του [[ένας]] (εἷς)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> θηλ. του απόλυτου αριθμητικού [[ένας]], μία και μια, ένα, που εκφράζει την [[έννοια]] της μονάδας<br /><b>2.</b> θηλ. του αόρ. άρθρ. [[ένας]], μία και μια, ένα<br /><b>3.</b> (θηλ. της αόριστης αντωνυμίας [[ένας]], μία και μια, ένα) κάποια<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) (<b>ως επίρρ.</b>) «μια [[φορά]] και...» και «μια και...» και «μια [[φορά]] που...» και «μια που...» — [[αφού]], εφόσον («μια και το έφερε η [[κουβέντα]], θα στό πω»)<br />β) «μία σου και μία μου» — [[σειρά]] σου και [[σειρά]] μου, είμαστε [[πάτσι]]<br />γ) «μια για [[πάντα]]» — οριστικά, τελεσίδικα («τελειώσαμε μια για [[πάντα]]»)<br />δ) «μια και καλή» και «μια και έξω» — με μια και ολοκληρωμένη [[προσπάθεια]], τελειωτικά<br />ε) «μια λέει ναι και μια λέει όχι» — [[άλλοτε]] μεν, [[άλλοτε]] δε<br />στ) «μια [[μπουκιά]]» και «μια [[σταλιά]]» και «μια [[στάλα]]» — [[ελάχιστος]], [[μικροσκοπικός]], [[ανάξιος]] λόγου, εντελώς [[ακίνδυνος]]<br />ζ) «μια ο [[ένας]] μια ο [[άλλος]]» — [[εναλλάξ]], εκ περιτροπής<br />η) «μια [[τρύπα]] στο [[νερό]]» — λέγεται για να δηλώσει την πλήρη [[αποτυχία]] («τελικά, όσο και να προσπάθησε, μια [[τρύπα]] στο [[νερό]] έκανε»)<br />θ) «μια [[φορά]]»<br />i) εν πάση περιπτώσει, αναμφίβολα («εγώ μια [[φορά]] του το [[είπα]]»)<br />ii) χρησιμοποιείται για να δηλώσει την [[έννοια]] της αξίας, της ικανότητας και της δύναμης («[[είναι]] μορφωμένη μια [[φορά]]»)<br />iii) χρησιμοποιείται ειρωνικά για να δηλώσει αντίθετες έννοιες («[[μωρέ]] [[άνδρας]] μια [[φορά]] να σού πετύχει»)<br />ι) «μια [[φορά]] κι έναν καιρό» — [[κάποτε]] στο [[παρελθόν]], πολύ [[παλιά]]<br />ια) «μια [[φούχτα]]» και «μια [[χούφτα]]» — ελάχιστη [[ποσότητα]] ή ελάχιστο [[πλήθος]]<br />ιβ) «μια [[χαρά]]» — πολύ ωραία («τά κατάφερα μια [[χαρά]]»)<br />ιγ) «[[είμαι]] μια [[χαρά]]» — [[είμαι]] πολύ καλά<br />ιδ) «μία-μία»<br />i) πολύ [[αργά]] («μην περπατάς μία-μία»)<br />ii) [[χωριστά]], με τη [[σειρά]]<br />ιε) «τά έφερα μία η [[άλλη]]» — δεν [[είμαι]] [[ούτε]] κερδισμένος [[ούτε]] [[χαμένος]]<br />ιστ) «με μιας»<br />i) [[αίφνης]], [[ξαφνικά]]<br />ii) [[χωρίς]] [[χρονοτριβή]], [[αμέσως]]<br />iii) εξ ολοκλήρου<br />ιζ) «μια και μια» — διαλεγμένες, εκλεκτές («αυτές οι ντομάτες [[είναι]] μια και μια»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. ἕνας].
|mltxt=και μια, η (ΑΜ μία)<br />θηλ. του [[ένας]] (εἷς)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> θηλ. του απόλυτου αριθμητικού [[ένας]], μία και μια, ένα, που εκφράζει την [[έννοια]] της μονάδας<br /><b>2.</b> θηλ. του αόρ. άρθρ. [[ένας]], μία και μια, ένα<br /><b>3.</b> (θηλ. της αόριστης αντωνυμίας [[ένας]], μία και μια, ένα) κάποια<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) (<b>ως επίρρ.</b>) «μια [[φορά]] και...» και «μια και...» και «μια [[φορά]] που...» και «μια που...» — [[αφού]], εφόσον («μια και το έφερε η [[κουβέντα]], θα στό πω»)<br />β) «μία σου και μία μου» — [[σειρά]] σου και [[σειρά]] μου, είμαστε [[πάτσι]]<br />γ) «μια για [[πάντα]]» — οριστικά, τελεσίδικα («τελειώσαμε μια για [[πάντα]]»)<br />δ) «μια και καλή» και «μια και έξω» — με μια και ολοκληρωμένη [[προσπάθεια]], τελειωτικά<br />ε) «μια λέει ναι και μια λέει όχι» — [[άλλοτε]] μεν, [[άλλοτε]] δε<br />στ) «μια [[μπουκιά]]» και «μια [[σταλιά]]» και «μια [[στάλα]]» — [[ελάχιστος]], [[μικροσκοπικός]], [[ανάξιος]] λόγου, εντελώς [[ακίνδυνος]]<br />ζ) «μια ο [[ένας]] μια ο [[άλλος]]» — [[εναλλάξ]], εκ περιτροπής<br />η) «μια [[τρύπα]] στο [[νερό]]» — λέγεται για να δηλώσει την πλήρη [[αποτυχία]] («τελικά, όσο και να προσπάθησε, μια [[τρύπα]] στο [[νερό]] έκανε»)<br />θ) «μια [[φορά]]»<br />i) εν πάση περιπτώσει, αναμφίβολα («εγώ μια [[φορά]] του το [[είπα]]»)<br />ii) χρησιμοποιείται για να δηλώσει την [[έννοια]] της αξίας, της ικανότητας και της δύναμης («[[είναι]] μορφωμένη μια [[φορά]]»)<br />iii) χρησιμοποιείται ειρωνικά για να δηλώσει αντίθετες έννοιες («[[μωρέ]] [[άνδρας]] μια [[φορά]] να σού πετύχει»)<br />ι) «μια [[φορά]] κι έναν καιρό» — [[κάποτε]] στο [[παρελθόν]], πολύ [[παλιά]]<br />ια) «μια [[φούχτα]]» και «μια [[χούφτα]]» — ελάχιστη [[ποσότητα]] ή ελάχιστο [[πλήθος]]<br />ιβ) «μια [[χαρά]]» — πολύ ωραία («τά κατάφερα μια [[χαρά]]»)<br />ιγ) «[[είμαι]] μια [[χαρά]]» — [[είμαι]] πολύ καλά<br />ιδ) «μία-μία»<br />i) πολύ [[αργά]] («μην περπατάς μία-μία»)<br />ii) [[χωριστά]], με τη [[σειρά]]<br />ιε) «τά έφερα μία η [[άλλη]]» — δεν [[είμαι]] [[ούτε]] κερδισμένος [[ούτε]] [[χαμένος]]<br />ιστ) «με μιας»<br />i) [[αίφνης]], [[ξαφνικά]]<br />ii) [[χωρίς]] [[χρονοτριβή]], [[αμέσως]]<br />iii) εξ ολοκλήρου<br />ιζ) «μια και μια» — διαλεγμένες, εκλεκτές («αυτές οι ντομάτες [[είναι]] μια και μια»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. ἕνας].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μίᾰ:''' ἡ, γεν. <i>μιᾶς</i>, Επικ. και Ιων. <i>μιῆς</i>, δοτ. <i>μιᾷ</i>, <i>μιῇ</i>, αιτ. <i>μίᾰν</i>, θηλ. του <i>εἷς</i>, ἕν, [[μία]] (τακτικό αριθμητικό).
}}
}}