3,273,801
edits
(24) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές και [[μεγαλόπρεπος]], -η, -ο (ΑM [[μεγαλοπρεπής]]·, -ές)<br /><b>1.</b> (για πρόσ. και για πράγματα) αυτός που έχει μεγαλειώδη [[εμφάνιση]], [[λαμπρός]], [[επιβλητικός]] (α. «[[μεγαλοπρεπής]] [[τελετή]]» β. «[[μεγαλοπρεπής]], [[εὔχαρις]], [[φίλος]] τ' ἀληθείας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ύφος) [[υψηλός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μεγαλοπρεπές</i><br />η [[μεγαλοπρέπεια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[μεγαλοπρεπώς]] και [[μεγαλόπρεπα]] (ΑM μεγαλοπρεπῶς, Α και [[μεγαλοπρεπέως]])<br />με μεγαλοπρεπή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μικρο</i>-<i>πρεπής</i>]. | |mltxt=-ές και [[μεγαλόπρεπος]], -η, -ο (ΑM [[μεγαλοπρεπής]]·, -ές)<br /><b>1.</b> (για πρόσ. και για πράγματα) αυτός που έχει μεγαλειώδη [[εμφάνιση]], [[λαμπρός]], [[επιβλητικός]] (α. «[[μεγαλοπρεπής]] [[τελετή]]» β. «[[μεγαλοπρεπής]], [[εὔχαρις]], [[φίλος]] τ' ἀληθείας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ύφος) [[υψηλός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μεγαλοπρεπές</i><br />η [[μεγαλοπρέπεια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[μεγαλοπρεπώς]] και [[μεγαλόπρεπα]] (ΑM μεγαλοπρεπῶς, Α και [[μεγαλοπρεπέως]])<br />με μεγαλοπρεπή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μικρο</i>-<i>πρεπής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεγᾰλοπρεπής:''' -ές ([[πρέπω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[κατάλληλος]] για να αναδειχθεί σε μεγάλο, σπουδαίο άνδρα, [[μεγαλοπρεπής]], σε Ηρόδ., Αττ.· μεγαλοπρεπές = [[μεγαλοπρέπεια]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-ῶς</i>, Ιων. <i>-έως</i>, σε Ηρόδ., Ξεν.· συγκρ. <i>-έστερον</i>, σε Πλάτ., υπερθ. <i>-έστατα</i>, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |