κῆτος: Difference between revisions

5
(20)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[κῆτος]])<br /><b>1.</b> γενική [[ονομασία]] θαλάσσιων ψαριών μεγάλου μεγέθους ή μεγάλων υδρόβιων θηλαστικών της τάξης τών κητωδών, θαλάσσιο [[θηρίο]] («δελφῑνάς τε [[κύνας]] τε, καὶ εἲ [[πόθι]] μεῑζον ἕλῃσι [[κῆτος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως κύριο όν. <i>Κήτος</i><br />[[επιμήκης]] [[αστερισμός]] που εκτείνεται [[κυρίως]] στην [[περιοχή]] του Ισημερινού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> πολύ [[παχύς]] [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κήτειος]], [[κητώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κήτημα]], [[κητήνη]], [[κητούμαι]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κητώος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κητίνη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κητόδορπος]], [[κητοθηρείον]], [[κητοφάγος]], [[κητοφόνος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κητοτρόφος]], [[κητοφόντης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κητέλαια]], [[κητοειδής]], <i>κητόσαυρος</i>, [[κητόσπερμα]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[βαθυκήτης]], [[μεγακήτης]], [[πολυκήτης]].
|mltxt=το (ΑΜ [[κῆτος]])<br /><b>1.</b> γενική [[ονομασία]] θαλάσσιων ψαριών μεγάλου μεγέθους ή μεγάλων υδρόβιων θηλαστικών της τάξης τών κητωδών, θαλάσσιο [[θηρίο]] («δελφῑνάς τε [[κύνας]] τε, καὶ εἲ [[πόθι]] μεῑζον ἕλῃσι [[κῆτος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως κύριο όν. <i>Κήτος</i><br />[[επιμήκης]] [[αστερισμός]] που εκτείνεται [[κυρίως]] στην [[περιοχή]] του Ισημερινού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> πολύ [[παχύς]] [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κήτειος]], [[κητώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κήτημα]], [[κητήνη]], [[κητούμαι]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κητώος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κητίνη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κητόδορπος]], [[κητοθηρείον]], [[κητοφάγος]], [[κητοφόνος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κητοτρόφος]], [[κητοφόντης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κητέλαια]], [[κητοειδής]], <i>κητόσαυρος</i>, [[κητόσπερμα]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[βαθυκήτης]], [[μεγακήτης]], [[πολυκήτης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κῆτος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">I.</b> οποιοδήποτε θαλάσσιο [[τέρας]] ή μεγάλο ψάρι, σε Όμηρ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[άβυσσος]], [[κενό]], [[χάσμα]], πρβλ. κήτωεις.
}}
}}