ἀνέργαστος: Difference between revisions

3
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνέργαστος]], -ον)<br />[[αδούλευτος]], [[ακατέργαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[έδαφος]]) [[αγεώργητος]], [[ακαλλιέργητος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δεν έχει μελετηθεί καλά, δεν έχει ερευνηθεί, [[ανεξέταστος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνέργαστος]], -ον)<br />[[αδούλευτος]], [[ακατέργαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[έδαφος]]) [[αγεώργητος]], [[ακαλλιέργητος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δεν έχει μελετηθεί καλά, δεν έχει ερευνηθεί, [[ανεξέταστος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνέργαστος:''' -ον ([[ἐργάζομαι]]), μη επεξεργασμένος, [[ακατέργαστος]], σε Λουκ.
}}
}}