ἀνεπίμικτος: Difference between revisions

3
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνεπίμικτος]], -ον (Α) [[επίμικτος]]<br /><b>1.</b> μη αναμεμιγμένος με [[κάτι]], [[καθαρός]] από [[ξένη]] [[πρόσμιξη]]<br /><b>2.</b> μη ερχόμενος σε [[επαφή]] με άλλους, [[ακοινώνητος]], αποξενωμένος<br /><b>3.</b> (για [[τόπο]]) μη συχναζόμενος από ξένους<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ανεπίμικτον</i><br />η [[ανεπιμιξία]].
|mltxt=[[ἀνεπίμικτος]], -ον (Α) [[επίμικτος]]<br /><b>1.</b> μη αναμεμιγμένος με [[κάτι]], [[καθαρός]] από [[ξένη]] [[πρόσμιξη]]<br /><b>2.</b> μη ερχόμενος σε [[επαφή]] με άλλους, [[ακοινώνητος]], αποξενωμένος<br /><b>3.</b> (για [[τόπο]]) μη συχναζόμενος από ξένους<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ανεπίμικτον</i><br />η [[ανεπιμιξία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεπίμικτος:''' -ον ([[ἐπιμίγνυμι]]), μη αναμεμιγμένος με άλλους, [[ακοινώνητος]], σε Πλούτ.
}}
}}