ἀνετάζω: Difference between revisions

3
(4)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνετάζω]] (Α) [[ετάζω]]<br />[[αναρωτώ]], [[εξετάζω]], [[ανακρίνω]].
|mltxt=[[ἀνετάζω]] (Α) [[ετάζω]]<br />[[αναρωτώ]], [[εξετάζω]], [[ανακρίνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνετάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[εξετάζω]] προσεκτικά, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}