ἀνεξέργαστος: Difference between revisions

3
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεξέργαστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[ανεπεξέργαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ατελής]], ο μισοτελειωμένος.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεξέργαστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[ανεπεξέργαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ατελής]], ο μισοτελειωμένος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεξέργαστος:''' -ον ([[ἐξεργάζομαι]]), ανολοκλήρωτος, σε Λουκ.
}}
}}