φώνημα: Difference between revisions

6
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ήματος, το, ΝΑ<br />[[φθόγγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>γλωσσ.</b> [[φθόγγος]] που έχει διαφοροποιητική [[αξία]] στο φωνολογικό [[σύστημα]] μιας γλώσσας, συνθέτοντας [[έτσι]] τη [[λειτουργική]] της [[πλευρά]], όπως [[είναι]] οι φθόγγοι / p /, / f /, / t /, τών οποίων η [[παρουσία]] ή η [[απουσία]] σε φωνητικώς όμοιο [[περιβάλλον]] επηρεάζει τη [[σημασία]] του εκφωνήματος, όπως λ.χ. / p-onos / «[[πόνος]]», / f-onos / «[[φόνος]]», / t-onos / «[[τόνος]]»<br /><b>2.</b> <b>(ψυχιατρ.)</b> [[ακουστική]] [[ψευδαίσθηση]] [[κατά]] την οποία ο [[ασθενής]] νομίζει ότι ακούει φωνές ή ομιλίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ήχος]] φωνής, [[φωνή]] («τίνος [[φώνημα]], μῶν Ὀδυσσέως, ἐπῃσθόμην;», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (ειδικότερα) [[φωνή]] προσώπου που τραγουδά<br /><b>3.</b> [[λόγος]] («φώνημ' ἰὸνπρὸς καιρόν», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φωνῶ</i>. Η λ. ως όρος της γλωσσολογίας [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>phoneme</i>].
|mltxt=-ήματος, το, ΝΑ<br />[[φθόγγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>γλωσσ.</b> [[φθόγγος]] που έχει διαφοροποιητική [[αξία]] στο φωνολογικό [[σύστημα]] μιας γλώσσας, συνθέτοντας [[έτσι]] τη [[λειτουργική]] της [[πλευρά]], όπως [[είναι]] οι φθόγγοι / p /, / f /, / t /, τών οποίων η [[παρουσία]] ή η [[απουσία]] σε φωνητικώς όμοιο [[περιβάλλον]] επηρεάζει τη [[σημασία]] του εκφωνήματος, όπως λ.χ. / p-onos / «[[πόνος]]», / f-onos / «[[φόνος]]», / t-onos / «[[τόνος]]»<br /><b>2.</b> <b>(ψυχιατρ.)</b> [[ακουστική]] [[ψευδαίσθηση]] [[κατά]] την οποία ο [[ασθενής]] νομίζει ότι ακούει φωνές ή ομιλίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ήχος]] φωνής, [[φωνή]] («τίνος [[φώνημα]], μῶν Ὀδυσσέως, ἐπῃσθόμην;», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (ειδικότερα) [[φωνή]] προσώπου που τραγουδά<br /><b>3.</b> [[λόγος]] («φώνημ' ἰὸνπρὸς καιρόν», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φωνῶ</i>. Η λ. ως όρος της γλωσσολογίας [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>phoneme</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φώνημα:''' τό ([[φωνέω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[παράγω]] ήχο ή [[φωνή]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> το εκφωνηθέν, [[ομιλία]], [[γλώσσα]], σε Σοφ.
}}
}}