ἀπάγχω: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπάγχω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[στραγγαλίζω]], [[πνίγω]]<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[αυτοκτονώ]] με απαγχονισμό.
|mltxt=[[ἀπάγχω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[στραγγαλίζω]], [[πνίγω]]<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[αυτοκτονώ]] με απαγχονισμό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπάγχω:''' μέλ. <i>-άγξω</i>, [[στραγγαλίζω]], [[πνίγω]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· πνίγομαι από την [[οργή]] μου, σε Αριστοφ. — Μέσ. και Παθ., [[απαγχονίζω]] τον εαυτό μου, οδηγούμαι στην [[αγχόνη]], απαγχονίζομαι, σε Ηρόδ., Αττ.· είμαι [[έτοιμος]] να κρεμαστώ, σε Αριστοφ.
}}
}}