δαιταλεύς: Difference between revisions

3
(8)
(3)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δαιταλεύς]] (-έως), ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που συντρώγει με κάποιον, ο [[συνδαιτυμόνας]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἄκλητος]] [[δαιταλεύς]]» (για τον αϊτό που έτρωγε το [[συκώτι]] του Προμηθέως, <b>Αισχ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>Δαιταλῆς</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Αριστοφάνη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σχηματισμός σε -<i>ευς</i> που προήλθε από [[δαίς]] (-<i>τός</i>) <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>αλος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[δαιταλώμαι]])].
|mltxt=[[δαιταλεύς]] (-έως), ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που συντρώγει με κάποιον, ο [[συνδαιτυμόνας]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἄκλητος]] [[δαιταλεύς]]» (για τον αϊτό που έτρωγε το [[συκώτι]] του Προμηθέως, <b>Αισχ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>Δαιταλῆς</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Αριστοφάνη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σχηματισμός σε -<i>ευς</i> που προήλθε από [[δαίς]] (-<i>τός</i>) <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>αλος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[δαιταλώμαι]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δαιταλεύς:''' -έως, ὁ ([[δαίνυμι]]), [[συμποσιαστής]], [[γλεντοκόπος]], συνδαιτημόνας, [[ομότροφος]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.
}}
}}