ἀντιμάχομαι: Difference between revisions

3
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀντιμάχομαι]])<br />[[μάχομαι]] [[εναντίον]] κάποιου, [[καταπολεμώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εχθρεύομαι]], αποστρέφομαι<br /><b>2.</b> [[προβάλλω]] [[αντίσταση]]<br /><b>3.</b> <b>(μτχ.)</b> <i>τα αντιμαχόμενα</i><br />ρητορικό [[σχήμα]] με το οποίο αποδεικνύεται το άτοπο ενός ισχυρισμού, ο [[οποίος]] δεν συμβιβάζεται με τη [[φύση]] του προσώπου που κρίνεται.
|mltxt=(AM [[ἀντιμάχομαι]])<br />[[μάχομαι]] [[εναντίον]] κάποιου, [[καταπολεμώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εχθρεύομαι]], αποστρέφομαι<br /><b>2.</b> [[προβάλλω]] [[αντίσταση]]<br /><b>3.</b> <b>(μτχ.)</b> <i>τα αντιμαχόμενα</i><br />ρητορικό [[σχήμα]] με το οποίο αποδεικνύεται το άτοπο ενός ισχυρισμού, ο [[οποίος]] δεν συμβιβάζεται με τη [[φύση]] του προσώπου που κρίνεται.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιμάχομαι:''' μέλ. <i>-μᾰχήσομαι</i>, αποθ., [[μάχομαι]] [[εναντίον]] κάποιου, σε Θουκ.
}}
}}