συρφετώδης: Difference between revisions

6
(40)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες / [[συρφετώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[συρφετός]]<br />αυτός που μοιάζει με συρφετό ή ο [[σχετικός]] με συρφετό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανάμικτος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[χυδαίος]], [[πρόστυχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[χωρίς]] [[αξία]], [[τιποτένιος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συρφετωδῶς</i> Α<br /><b>1.</b> με ανάμικτο τρόπο<br /><b>2.</b> βλακωδώς.
|mltxt=-ες / [[συρφετώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[συρφετός]]<br />αυτός που μοιάζει με συρφετό ή ο [[σχετικός]] με συρφετό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανάμικτος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[χυδαίος]], [[πρόστυχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[χωρίς]] [[αξία]], [[τιποτένιος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συρφετωδῶς</i> Α<br /><b>1.</b> με ανάμικτο τρόπο<br /><b>2.</b> βλακωδώς.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συρφετώδης:''' -ες ([[συρφετός]], [[εἶδος]]), αυτός που έχει συσσωρευθεί μαζί, όμοιος με συρφετό, [[σύμμεικτος]], [[αχαλίνωτος]], [[χυδαίος]], σε Λουκ.
}}
}}