ὑπερθαυμάζω: Difference between revisions

6
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ιων. τ. [[ὑπερθωμάζω]] Α<br /><b>1.</b> εκπλήσσομαι σε [[μέγιστο]] βαθμό<br /><b>2.</b> [[νιώθω]] υπέρμετρο θαυμασμό για κάποιον ή για [[κάτι]].
|mltxt=και ιων. τ. [[ὑπερθωμάζω]] Α<br /><b>1.</b> εκπλήσσομαι σε [[μέγιστο]] βαθμό<br /><b>2.</b> [[νιώθω]] υπέρμετρο θαυμασμό για κάποιον ή για [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερθαυμάζω:''' Ιων. -[[θωμάζω]], μέλ. <i>-άσομαι</i>, [[θαυμάζω]] υπερβολικά, σε Ηρόδ., Λουκ.
}}
}}