κακοφυής: Difference between revisions

5
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[κακοφυής]], -ές)<br />αυτός που έχει εκ φύσεως κακή [[διάπλαση]], κακή [[κατασκευή]], που έχει εκ φύσεως ελαττώματα, σωματικά ή ψυχικά, κακοπλασμένος, κακοφτ(ε)ιαγμένος («κακοφυὴς κατὰ τὴν ψυχήν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(για φυτά ή σπόρους [[φυτών]]) αυτός που φύεται, που φυτρώνει άσχημα («κακοφυὴς [[σπόρος]]», πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φυή</i>, ή [[φύος]], <i>το</i> <span style="color: red;"><</span> [[φύομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιδιο</i>-<i>φυής</i>, <i>μεγαλο</i>-<i>φυής</i>].
|mltxt=-ές (AM [[κακοφυής]], -ές)<br />αυτός που έχει εκ φύσεως κακή [[διάπλαση]], κακή [[κατασκευή]], που έχει εκ φύσεως ελαττώματα, σωματικά ή ψυχικά, κακοπλασμένος, κακοφτ(ε)ιαγμένος («κακοφυὴς κατὰ τὴν ψυχήν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(για φυτά ή σπόρους [[φυτών]]) αυτός που φύεται, που φυτρώνει άσχημα («κακοφυὴς [[σπόρος]]», πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φυή</i>, ή [[φύος]], <i>το</i> <span style="color: red;"><</span> [[φύομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιδιο</i>-<i>φυής</i>, <i>μεγαλο</i>-<i>φυής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκοφυής:''' -ές ([[φυή]]), αυτός που έχει άσχημα [[φυσικά]] ελαττώματα, σε Πλάτ.
}}
}}