θειασμός: Difference between revisions

4
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θειασμός]], ὁ (Α) [[θειάζω]]<br /><b>1.</b> [[δεισιδαιμονία]]<br /><b>2.</b> [[θεία]] [[έμπνευση]], [[ενθουσιασμός]] και, κατ' [[επέκταση]], [[μαντεία]].
|mltxt=[[θειασμός]], ὁ (Α) [[θειάζω]]<br /><b>1.</b> [[δεισιδαιμονία]]<br /><b>2.</b> [[θεία]] [[έμπνευση]], [[ενθουσιασμός]] και, κατ' [[επέκταση]], [[μαντεία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θειασμός:''' -οῦ, ὁ, [[θεία]] [[έμπνευση]], [[μαντεία]], σε Θουκ.
}}
}}