ἐπάργυρος: Difference between revisions

4
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[επάργυρος]], -ον)<br />ο επαργυρωμένος, αυτός που έχει καλυφθεί με [[λεπτό]] [[στρώμα]] αργύρου, ασημωμένος, ασημοκαπνισμένος («επάργυρα σκεύη»)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μισθωτής]]».
|mltxt=-η, -ο (Α [[επάργυρος]], -ον)<br />ο επαργυρωμένος, αυτός που έχει καλυφθεί με [[λεπτό]] [[στρώμα]] αργύρου, ασημωμένος, ασημοκαπνισμένος («επάργυρα σκεύη»)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μισθωτής]]».
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπάργῠρος:''' -ον, αυτός που έχει καλυφθεί από [[ασήμι]], σε Ηρόδ.
}}
}}