χρεώ: Difference between revisions

2,244 bytes added ,  30 December 2018
6
(46)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και επικ. τ. [[χρειώ]], -όος και -<i>οῡς</i>, ἡ, και σπαν. τ. ουδ. [[χρεώ]], τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[χρεία]], [[ανάγκη]]<br /><b>2.</b> [[στέρηση]], [[έλλειψη]]<br /><b>3.</b> [[επιθυμία]] για [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[προφητεία]], [[χρησμός]] («χρειὼ θεσπίζων μεταμώνιον», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ενασχόληση]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[μοίρα]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «χρειὼ γίγνεται [ή ἱκάνεται]» — γεννάται, υπάρχει [[ανάγκη]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) «χρειὼ ἱκάνει τινά» — παρουσιάζεται [[ανάγκη]] σε κάποιον (<b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπάνιος, [[επικός]] [[κυρίως]], τ. θηλ. ον., σχηματισμένος από το θ. του τ. <i>χρή</i> «[[πρέπει]], χρειάζεται», με κατάλ. -<i>ώ</i> τών θηλ. (<b>πρβλ.</b> <i>πειθ</i>-<i>ώ</i>, <i>φειδ</i>-<i>ώ</i>), [[αντί]] ενός <i>χρη</i>-<i>ώ</i> (<b>πρβλ.</b> [[χρέος]] / [[χρεῖος]] [[αντί]] [[χρῆος]]). Ο τ. [[χρεώ]], σπανιότερα και σε μτγν. μόνο [[κείμενα]], απαντά και ως ουδ., πιθ. με συμφυρμό [[προς]] τον τ. [[χρεών]] (<i>το</i>). Η λ., [[τέλος]], χρησιμοποιείται και συντάσσεται με τον ίδιο τρόπο όπως και ο τ. <i>χρή</i>, ενώ, όσον αφορά τη σημ. της, δήλωνε αρχικά την [[ανάγκη]], την [[έλλειψη]] και αργότερα έλαβε και τις σημ. «[[μοίρα]]» και «[[υπόθεση]], [[χρέος]], [[ενασχόληση]]» (για τις σημ. αυτές, <b>πρβλ.</b> τα ομόρριζα [[χρεών]] και [[χρῆμα]], αντίστοιχα)].
|mltxt=και επικ. τ. [[χρειώ]], -όος και -<i>οῡς</i>, ἡ, και σπαν. τ. ουδ. [[χρεώ]], τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[χρεία]], [[ανάγκη]]<br /><b>2.</b> [[στέρηση]], [[έλλειψη]]<br /><b>3.</b> [[επιθυμία]] για [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[προφητεία]], [[χρησμός]] («χρειὼ θεσπίζων μεταμώνιον», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ενασχόληση]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[μοίρα]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «χρειὼ γίγνεται [ή ἱκάνεται]» — γεννάται, υπάρχει [[ανάγκη]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) «χρειὼ ἱκάνει τινά» — παρουσιάζεται [[ανάγκη]] σε κάποιον (<b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπάνιος, [[επικός]] [[κυρίως]], τ. θηλ. ον., σχηματισμένος από το θ. του τ. <i>χρή</i> «[[πρέπει]], χρειάζεται», με κατάλ. -<i>ώ</i> τών θηλ. (<b>πρβλ.</b> <i>πειθ</i>-<i>ώ</i>, <i>φειδ</i>-<i>ώ</i>), [[αντί]] ενός <i>χρη</i>-<i>ώ</i> (<b>πρβλ.</b> [[χρέος]] / [[χρεῖος]] [[αντί]] [[χρῆος]]). Ο τ. [[χρεώ]], σπανιότερα και σε μτγν. μόνο [[κείμενα]], απαντά και ως ουδ., πιθ. με συμφυρμό [[προς]] τον τ. [[χρεών]] (<i>το</i>). Η λ., [[τέλος]], χρησιμοποιείται και συντάσσεται με τον ίδιο τρόπο όπως και ο τ. <i>χρή</i>, ενώ, όσον αφορά τη σημ. της, δήλωνε αρχικά την [[ανάγκη]], την [[έλλειψη]] και αργότερα έλαβε και τις σημ. «[[μοίρα]]» και «[[υπόθεση]], [[χρέος]], [[ενασχόληση]]» (για τις σημ. αυτές, <b>πρβλ.</b> τα ομόρριζα [[χρεών]] και [[χρῆμα]], αντίστοιχα)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χρεώ:''' Επικ. [[χρείω]], γεν. <i>-οῦς</i>, ἡ ([[χρέος]], [[χρεία]])·<br /><b class="num">1.</b> [[έλλειψη]], [[ανάγκη]]· απ' όπου, [[επιθυμία]], [[λαχτάρα]], επείγουσα [[επιθυμία]], σε Όμηρ.· ἦ τι [[μάλα]] [[χρεώ]], για [[κάτι]] που είναι πραγματικά [[πολύ]] αναγκαίο, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>χρειοῖ ἀναγκαίῃ</i>, εξαιτίας τρομερής ανάγκης, στο ίδ.· με γεν., <i>χρειὼἐμεῖο</i>, [[έλλειψη]], [[ανάγκη]] για μένα, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> <i>χρειὼ ἱκάνεται</i>, [[έλλειψη]], [[ανάγκη]] που επέρχεται, στον ίδ.· <i>τίπτεδέ σε χρειὼ δεῦρ' ἤγαγε;</i> σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">3.</b> [[χρέω]] ἱκάνει τινά, έρχεται κατά πάνω του, <i>ἐμὲ δὲ χρεὼ γίγνεται αὐτῆς</i> (ενν. τῆς [[νηός]]), έχω [[ανάγκη]] [[καθώς]] ένα [[πλοίο]] έρχεται κατά πάνω μου, σε Ομήρ. Ιλ.· [[οὐδέ]] τί μιν χρεὼ [[ἔσται]] τυμβοχοῆς, δεν έχει [[ανάγκη]] από τάφο να πέσει πάνω του, στο ίδ.<br /><b class="num">4.</b> απ' όπου η ελλειπτική [[χρήση]] του [[χρεώ]], με αιτ. προσ., [[τίπτε]] δέ σε χρεὼ (ενν. <i>ἱκάνει</i>)<i>;</i> σε Όμηρ.· με γεν. πράγμ., οὔ τί με [[ταύτης]] χρεὼ [[τιμῆς]], η [[ανάγκη]] αυτής της [[τιμής]] δεν με αγγίζει [[καθόλου]], σε Ομήρ. Ιλ.· χρεὼ [[βουλῆς]] ἐμὲ καὶ σέ, στο ίδ.· επίσης με απαρ., τὸν χρεὼ ἑστάμεναι [[κρατερῶς]], είναι [[μεγάλη]] [[ανάγκη]] να σταθεί [[σταθερά]], στο ίδ.· οὐδέτί μιν χρεὼ [[νηῶν]] [[ἐπιβαινέμεν]], σε Ομήρ. Οδ. (το [[χρέω]], σε Όμηρ. είναι μονοσύλλαβο).
}}
}}