3,277,121
edits
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσκατάπαυστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα αναχαιτίζεται<br /><b>2.</b> [[ανήσυχος]] («[[δυσκατάπαυστος]] [[ψυχή]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δυσκατάπαυστον</i><br />η [[ιδιότητα]] του δυσκατάπαυστου. | |mltxt=[[δυσκατάπαυστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα αναχαιτίζεται<br /><b>2.</b> [[ανήσυχος]] («[[δυσκατάπαυστος]] [[ψυχή]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δυσκατάπαυστον</i><br />η [[ιδιότητα]] του δυσκατάπαυστου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσκατάπαυστος:''' -ον ([[καταπαύω]]), [[δύσκολος]] στο να καμφθεί, να αναχαιτισθεί, [[απτόητος]], [[ακούραστος]], [[αέναος]], [[συνεχής]], σε Αισχύλ., Ευρ. | |||
}} | }} |