3,274,917
edits
(25) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[μόλις]], Α και [[μόγις]])<br /><b>επίρρ.</b> ([[τροπικό]]) με [[δυσκολία]], με κόπο, ελάχιστα (α. «[[μόλις]] και [[μετά]] βίας» — πολύ δύσκολα<br />β. «καὶ ταῡτα λέγοντες [[μόλις]] κατέπαυσαν τοὺς ὄχλους τοῡ μὴ θύειν αὐτοῑς», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />συν. με αριθμτ.) για να δηλώσει [[προσέγγιση]], [[περίπου]] ή την [[ιδιότητα]] του μικρού, του λίγου (α. «ζυγίζει [[μόλις]] 35 κιλά» β. «απέχει [[μόλις]] ένα [[χιλιόμετρο]]»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ([[χρονικό]]) [[πριν]] από λίγο («[[μόλις]] έφθασε το [[αεροπλάνο]]»)<br /><b>2.</b> (ως [[χρονικός]] σύνδ.) [[ευθύς]] ως, [[αμέσως]] όταν («[[μόλις]] έφυγες, ήλθε»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για πολύ λίγο<br /><b>2.</b> τελοσπάντων, επιτέλους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχεδόν]] [[καθόλου]] («[[μόλις]] καὶ ἠρεμα πάσχειν» — σχεδὸν [[καθόλου]], <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[συχνά]] με αρνητ. [[μόριο]]) εξ ολοκλήρου, εντελώς («θυραῑος ἔστω [[πόλεμος]], οὐ [[μόλις]] [[παρών]]» — πολύ [[πλησίον]], <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το [[μέλλω]], [[οπότε]] η αρχική σημ. θα ήταν πιθ. «διστακτικά», ενώ κατ' άλλους με το [[μάλα]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. συνδέεται με το [[μῶλος]] «[[αγώνας]], [[προσπάθεια]]», [[οπότε]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>m</i><i>ō</i>- «[[καταβάλλω]] [[προσπάθεια]]» (το -<i>ο</i>- [[αντί]] του -<i>ω</i>- πιθ. να οφείλεται σε [[αναλογία]] [[προς]] το συνώνυμο [[μόγις]]). Η επιρρμ. κατάλ. -<i>ις</i>- ανάγεται πιθ. σε παλαιότερο τ. ονόμ. ή επιθ. (<b>[[πρβλ]].</b> [[άλις]], <i>μέχρις</i>, [[μόγις]])]. | |mltxt=(ΑΜ [[μόλις]], Α και [[μόγις]])<br /><b>επίρρ.</b> ([[τροπικό]]) με [[δυσκολία]], με κόπο, ελάχιστα (α. «[[μόλις]] και [[μετά]] βίας» — πολύ δύσκολα<br />β. «καὶ ταῡτα λέγοντες [[μόλις]] κατέπαυσαν τοὺς ὄχλους τοῡ μὴ θύειν αὐτοῑς», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />συν. με αριθμτ.) για να δηλώσει [[προσέγγιση]], [[περίπου]] ή την [[ιδιότητα]] του μικρού, του λίγου (α. «ζυγίζει [[μόλις]] 35 κιλά» β. «απέχει [[μόλις]] ένα [[χιλιόμετρο]]»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ([[χρονικό]]) [[πριν]] από λίγο («[[μόλις]] έφθασε το [[αεροπλάνο]]»)<br /><b>2.</b> (ως [[χρονικός]] σύνδ.) [[ευθύς]] ως, [[αμέσως]] όταν («[[μόλις]] έφυγες, ήλθε»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για πολύ λίγο<br /><b>2.</b> τελοσπάντων, επιτέλους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχεδόν]] [[καθόλου]] («[[μόλις]] καὶ ἠρεμα πάσχειν» — σχεδὸν [[καθόλου]], <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[συχνά]] με αρνητ. [[μόριο]]) εξ ολοκλήρου, εντελώς («θυραῑος ἔστω [[πόλεμος]], οὐ [[μόλις]] [[παρών]]» — πολύ [[πλησίον]], <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το [[μέλλω]], [[οπότε]] η αρχική σημ. θα ήταν πιθ. «διστακτικά», ενώ κατ' άλλους με το [[μάλα]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. συνδέεται με το [[μῶλος]] «[[αγώνας]], [[προσπάθεια]]», [[οπότε]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>m</i><i>ō</i>- «[[καταβάλλω]] [[προσπάθεια]]» (το -<i>ο</i>- [[αντί]] του -<i>ω</i>- πιθ. να οφείλεται σε [[αναλογία]] [[προς]] το συνώνυμο [[μόγις]]). Η επιρρμ. κατάλ. -<i>ις</i>- ανάγεται πιθ. σε παλαιότερο τ. ονόμ. ή επιθ. (<b>[[πρβλ]].</b> [[άλις]], <i>μέχρις</i>, [[μόγις]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μόλῐς:''' επίρρ., μεταγεν. [[τύπος]] αντί [[μόγις]], σε Τραγ., Θουκ. κ.λπ.· με αρνητικό [[μόριο]], <i>οὐμόλις</i>, όχι [[σπανίως]], δηλ. αρκετά, εντελώς, σε Αισχύλ., Ευρ. | |||
}} | }} |