ἐνόπλιος: Difference between revisions

4
(12)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνόπλιος]], -ον (AM) [[ένοπλος]]<br /><b>1.</b> ο ασχολούμενος ή αναφερόμενος στα όπλα («[[ἐνόπλιος]] [[ἐπιστήμη]]», Δίον. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[ένοπλος]], που διεξάγεται με όπλα (α. «ἐνόπλια παίζειν», <b>Πίνδ.</b><br />β. «[[πυρρίχη]], ἡ [[ἐνόπλιος]] [[ὄρχησις]]», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μετρικός]] [[χρόνος]] που προσαρμόζεται στα πολεμικά [[μέλη]], [[πολεμικός]] [[ρυθμός]] («ἐμβατήρια [[μέλη]]... [[ἅπερ]] καὶ ἐνόπλια καλεῑται», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐνόπλιον</i><br />[[ένοπλος]] [[αγώνας]] (για άρματα)<br /><b>3.</b> (το ουδ. ως επίρ.) <i>ἐνόπλιον</i><br />πολεμικά, με πολεμικό ήχο («ἀσπίδα τύψεν ἀκωκῇ δούρατος, ἡ δ' ἐλέλιξεν ἐνόπλιον» — χτύπησε την [[ασπίδα]] με την [[αιχμή]] του δόρατος, κι αυτή έβγαλε πολεμικό κρότο, <b>Καλλ.</b>).
|mltxt=[[ἐνόπλιος]], -ον (AM) [[ένοπλος]]<br /><b>1.</b> ο ασχολούμενος ή αναφερόμενος στα όπλα («[[ἐνόπλιος]] [[ἐπιστήμη]]», Δίον. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[ένοπλος]], που διεξάγεται με όπλα (α. «ἐνόπλια παίζειν», <b>Πίνδ.</b><br />β. «[[πυρρίχη]], ἡ [[ἐνόπλιος]] [[ὄρχησις]]», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μετρικός]] [[χρόνος]] που προσαρμόζεται στα πολεμικά [[μέλη]], [[πολεμικός]] [[ρυθμός]] («ἐμβατήρια [[μέλη]]... [[ἅπερ]] καὶ ἐνόπλια καλεῑται», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐνόπλιον</i><br />[[ένοπλος]] [[αγώνας]] (για άρματα)<br /><b>3.</b> (το ουδ. ως επίρ.) <i>ἐνόπλιον</i><br />πολεμικά, με πολεμικό ήχο («ἀσπίδα τύψεν ἀκωκῇ δούρατος, ἡ δ' ἐλέλιξεν ἐνόπλιον» — χτύπησε την [[ασπίδα]] με την [[αιχμή]] του δόρατος, κι αυτή έβγαλε πολεμικό κρότο, <b>Καλλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνόπλιος:''' -ον = το επόμ.· [[ἐνόπλιος]] (ενν. [[ῥυθμός]]), <i>ὁ</i>, [[πολεμικός]] [[ρυθμός]], πολεμικό [[εμβατήριο]], σε Αριστοφ., Ξεν.
}}
}}