σφόδρα: Difference between revisions

6
(40)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> ([[κυρίως]] με ρήματα) [[πέρα]] από το κανονικό, [[πάρα]] πολύ, υπερβολικά (α. «μαθαίνοντες οι Άλλοι, [[σφόδρα]] ταράχτηκαν», Ελύτης<br />β. «[[σφόδρα]] [[χαίρω]]», πάπ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> α) (με ρήματα) i) με [[σφοδρότητα]], ορμητικά, βίαια («καὶ [[σφόδρα]] πείθει», <b>Σοφ.</b>)<br />ii) με [[αυστηρότητα]] («[[σφόδρα]] κολάζειν», <b>Θουκ.</b>)<br />iii) με [[ακρίβεια]] («[[σφόδρα]] ὁρίσασθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) (με επίθ.) σε πολύ μεγάλο βαθμό (α. «[[σφόδρα]] καλή», Νικ. Χων.<br />β. «[[σφόδρα]]... ὑπέρτεροι», <b>Πίνδ.</b>)<br />γ) (με ουσ.) παντελώς (α. «εἰσὶ δὲ [[σφόδρα]] πολεμισταί», <b>Φώτ.</b><br />β. «τινῶν [[σφόδρα]] γυναικῶν», <b>Πλάτ.</b>)<br />δ) (με άλλα επιρρ.) σε [[πάρα]] πολύ μεγάλο βαθμό («[[σφόδρα]] ἐπιτιμητικώτατα», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>2.</b> (με [[άρθρο]] ως ουσ.) <i>τὸ [[σφόδρα]]<br />[[σφοδρότητα]], [[ορμητικότητα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σφόδρα]] [[σφόδρα]]» — εντελώς, πλήρως, ολοκληρωτικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[σφόδρα]] γε» ή «καὶ [[σφόδρα]] γε»<br />([[κυρίως]] στον <b>Πλάτ.</b>) χρησιμοποιείται σε απαντήσεις προκειμένου να δηλωθεί ισχυρή [[επιβεβαίωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφοδρός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>α</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μάλ</i>-<i>α</i>) με αναβιβασμό του τόνου].
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> ([[κυρίως]] με ρήματα) [[πέρα]] από το κανονικό, [[πάρα]] πολύ, υπερβολικά (α. «μαθαίνοντες οι Άλλοι, [[σφόδρα]] ταράχτηκαν», Ελύτης<br />β. «[[σφόδρα]] [[χαίρω]]», πάπ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> α) (με ρήματα) i) με [[σφοδρότητα]], ορμητικά, βίαια («καὶ [[σφόδρα]] πείθει», <b>Σοφ.</b>)<br />ii) με [[αυστηρότητα]] («[[σφόδρα]] κολάζειν», <b>Θουκ.</b>)<br />iii) με [[ακρίβεια]] («[[σφόδρα]] ὁρίσασθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) (με επίθ.) σε πολύ μεγάλο βαθμό (α. «[[σφόδρα]] καλή», Νικ. Χων.<br />β. «[[σφόδρα]]... ὑπέρτεροι», <b>Πίνδ.</b>)<br />γ) (με ουσ.) παντελώς (α. «εἰσὶ δὲ [[σφόδρα]] πολεμισταί», <b>Φώτ.</b><br />β. «τινῶν [[σφόδρα]] γυναικῶν», <b>Πλάτ.</b>)<br />δ) (με άλλα επιρρ.) σε [[πάρα]] πολύ μεγάλο βαθμό («[[σφόδρα]] ἐπιτιμητικώτατα», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>2.</b> (με [[άρθρο]] ως ουσ.) <i>τὸ [[σφόδρα]]<br />[[σφοδρότητα]], [[ορμητικότητα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σφόδρα]] [[σφόδρα]]» — εντελώς, πλήρως, ολοκληρωτικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[σφόδρα]] γε» ή «καὶ [[σφόδρα]] γε»<br />([[κυρίως]] στον <b>Πλάτ.</b>) χρησιμοποιείται σε απαντήσεις προκειμένου να δηλωθεί ισχυρή [[επιβεβαίωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφοδρός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>α</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μάλ</i>-<i>α</i>) με αναβιβασμό του τόνου].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σφόδρᾰ:''' επίρρ.·<br /><b class="num">I.</b> [[πολύ]], [[πάρα]] [[πολύ]], υπερβολικά, ορμητικά, βίαια, [[δυνατά]], σφοδρά, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· με επίθ., [[σφόδρα]] ὑπέρτεροι, [[πολύ]], [[μακράν]] ανώτεροι, σε Πίνδ.· [[σφόδρα]] [[ἄδικος]], σε Πλάτ.· με ουσ., τὴν [[σφόδρα]] [[φιλίαν]], στον ίδ.·<br /><b class="num">II.</b> [[σφόδρα]] γε, καὶ [[σφόδρα]] γε, σε απαντήσεις, με [[μεγάλη]], ακλόνητη [[βεβαιότητα]], στον ίδ.
}}
}}