3,274,919
edits
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (AM [[ἐκκρεμής]], -ές)<br /><b>1.</b> [[μετέωρος]]<br /><b>2.</b> [[αβέβαιος]] («[[εκκρεμής]] [[λογαριασμός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[εκκρεμές]]<br />α) [[σώμα]] στερεωμένο από σταθερό [[σημείο]] το οποίο ταλαντεύεται υπό την [[επίδραση]] του βάρους του<br />β) [[ρολόι]] που η ισόχρονη κίνησή του ρυθμίζεται με [[εκκρεμές]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κρέμεται, που εξαρτάται από [[κάπου]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐκκρεμές</i><br />ο [[λοβός]] του αφτιού. | |mltxt=-ές (AM [[ἐκκρεμής]], -ές)<br /><b>1.</b> [[μετέωρος]]<br /><b>2.</b> [[αβέβαιος]] («[[εκκρεμής]] [[λογαριασμός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[εκκρεμές]]<br />α) [[σώμα]] στερεωμένο από σταθερό [[σημείο]] το οποίο ταλαντεύεται υπό την [[επίδραση]] του βάρους του<br />β) [[ρολόι]] που η ισόχρονη κίνησή του ρυθμίζεται με [[εκκρεμές]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κρέμεται, που εξαρτάται από [[κάπου]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐκκρεμές</i><br />ο [[λοβός]] του αφτιού. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐκκρεμής:''' -ές, αυτός που κρεμιέται από ή πάνω σε κάποιον, [[κρεμαστός]], εξαρτώμενος, <i>τινος</i>, σε Ανθ. | |||
}} | }} |