3,277,048
edits
(32) |
(6) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, αιολ. τ. [[πώνω]] Α<br /><b>1.</b> [[εισάγω]] στο [[στομάχι]] [[υγρό]] από το [[στόμα]]<br /><b>2.</b> (με ειδική σημ.) [[καταναλώνω]] [[κρασί]] ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά (α. «αυτός πίνει πολύ» β. «οὕτω πίνοντας πρὸς ἡδονήν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[απορροφώ]], ρουφώ, [[τραβώ]] (α. «το φαΐ ήπιε όλο το [[ζουμί]] του» β. «ἐπεὰν δὲ [[διάκορος]] ἡ γῆ σφεων γένηται πίνουσα τὸ [[ὕδωρ]]», Ηροδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> έχω τη [[συνήθεια]] να [[καταναλώνω]] μεγάλες ποσότητες οινοπνευματωδών ποτών, [[ρέπω]] [[προς]] την [[οινοποσία]], [[είμαι]] [[μέθυσος]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[πιωμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />ο μεθυσμένος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «έπιον το [[ποτήριον]] [[μέχρι]] τρυγός» — υπέμεινα τα βάσανα [[μέχρι]] τέλους<br />β) «ήπιε [[πολλά]] [[φαρμάκια]]» — δοκίμασε πολλές πίκρες, πέρασε [[πολλά]] βάσανα<br />γ) «[[πίνω]] στην [[υγειά]] σας» — [[πίνω]] [[πρώτος]] κάνοντας ευχές για την [[υγεία]] σας<br />δ) «[[είναι]] να τήν πιεις στο [[ποτήρι]]»<br />(για [[κοπέλα]]) [[είναι]] ελκυστική, δροσερή, όμορφη<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> α) «θες δε θες, πιε, γάιδαρε, άγιασμα» — λέγεται για όσους εξαναγκάζουν κάποιον να κάνει [[κάτι]] [[παρά]] τη [[θέληση]] του<br />β) «όσο πίν' η συμπεθέρα τόσο καλοκουβεντιάζει» — λέγεται για να δηλώσει ότι το [[ποτό]] προκαλεί [[ευδιαθεσία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γιορτάζω]], [[πανηγυρίζω]] με [[ευωχία]] («πίνειν νίκην», Φιλοστρ.)<br /><b>2.</b> (ο παρακμ.) <i>πέπωκα</i> έχω τελειώσει το [[κρασί]] μου ή [[είμαι]] μεθυσμένος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πίνειν κρατῆρας οἴνοιο» — το να πίνει [[κανείς]] ολόκληρους κρατήρες κρασιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[πίνω]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>p</i><i>ō</i>- / <i>pi</i>- «[[πίνω]]» με δυσερμήνευτη [[εναλλαγή]] φωνηεντισμού, που κατ' άλλους ανάγεται σε [[εναλλαγή]] <i>p</i><i>ō</i><i>i</i>-/ <i>pῑ</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>p</i><i>ә</i><i>i</i>-) ενώ κατ' άλλους ερμηνεύεται βάσει της λαρυγγικής θεωρίας (<i>pe</i><i>ә</i><sub>3</sub>- > <i>p</i><i>ō</i>- και <i>ρ</i><i>ә</i><sub>3</sub>-<i>y</i>-<i>t</i>-<i>o</i> > <i>p</i><i>ī</i>-). Το ρ. συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. <i>pibati</i>, ιρλδ. <i>ibim</i>, λατ. <i>bibo</i> (με αφομοιωτική [[τροπή]] του αρκτικού <i>p</i>- σε <i>b</i>-) —στα οποία το -<i>b</i>- οφείλεται πιθ. στην ύπαρξη λαρυγγικού φθόγγου στη [[ρίζα]]— και το αρχ. σλαβ. <i>piti</i>. Στην Ελληνική το αρχαιότερο θ. του ρ. [[πίνω]], <i>πῖ</i>- (που λειτουργεί ως μηδενισμένη [[βαθμίδα]], <b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>p</i><i>ī</i>-<i>ta</i>), εμφανίζει ο αόρ. με δύο αθέματες μορφές προστακτικής: <i>πῖ</i>-<i>θι</i> της αττ. διαλ. (με [[μόριο]] -<i>dhi</i>, <b>πρβλ.</b> <i>ἴθι</i>, [[ἴσθι]]) και <i>πῶθι</i> / <i>πῶ</i> της λεσβ. διαλ. (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>a</i>-<i>p</i><i>ā</i><i>m</i> και προστ. <i>pahi</i>) ενώ οι τ. <i>πίει</i> / <i>πίεις</i> που διαβάζονται σε αττικά αγγεία [[είναι]] δυσερμήνευτοι. Αθέματη [[είναι]] και η [[μορφή]] της υποτακτικής του αορίστου [[πίομαι]] με βραχύ [[φωνήεν]] που λειτουργεί ως [[μέλλοντας]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἔδω</i>: [[ἔδομαι]]). Ο [[συνηρημένος]] τ. μέλλ. <i>πιοῦμαι</i> [[είναι]] μτγν. (<b>πρβλ.</b> <i>χεῶ</i>, <i>ἑλῶ</i>). Από την αθέματη [[μορφή]] αορ. σχηματίστηκε ο [[θεματικός]] αόρ. <i>ἔ</i>-<i>πιον</i> (<b>πρβλ.</b> [[κλῦθι]]: <i>ἔκλυον</i>). Δευτερογενώς, εξάλλου, έχει σχηματιστεί από το ίδιο [[θέμα]] ο ενεστ. [[πίνω]] με [[πρόσφυμα]] -<i>ν</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>δάκ</i>-<i>ν</i>-<i>ω</i>), ενώ ο αιολ. ενεστ. [[πώνω]] εμφανίζει φωνηεντισμό -<i>ω</i>-. Από τον ενεστ. <i>πῑ</i>-<i>νω</i> σχηματίστηκε ο ενεργ. αόρ. <i>ἔ</i>-<i>πισα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἔβησα</i>), απ' όπου ο ενεστ. [[πιπίσκω]] και ο μέλλ. [[πίσω]]. Στο θ. <i>πῑ</i>- της ρίζας, [[τέλος]], ανάγονται ο βοιωτ. τ. ενεστ. [[πιτεύω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πιτός</i>, <b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>pita</i>-) και οι τ.: [[πιστός]] (ΙΙ), [[πίσα]], [[πίστρα]], [[πισμός]], [[πιστήρ]] (με δυσερμήνευτο -<i>σ</i>-). Το θ. <i>πω</i>- της ρίζας εμφανίζουν στην Ελληνική τα σύνθ. σε -<i>πωτις</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>άμ</i>-<i>πωτις</i>, <i>έκ</i>-<i>πωτις</i>) και η λ. [[πῶμα]], ενώ ο ενεργ. παρακμ. <i>πέ</i>-<i>πω</i>-<i>κα</i> σχηματίστηκε πιθ. κατ' [[αντιπαράθεση]] του παθ. παρακμ. <i>πέπο</i>-<i>ται</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δέ</i>-<i>δω</i>-<i>κα</i>: <i>δέ</i>-<i>δο</i>-<i>μαι</i>). Το θ. <i>πο</i>-, [[τέλος]] (που λειτουργεί ως συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] αναφορικά [[προς]] το θ. <i>πω</i>-), εμφανίζουν οι: παθ. παρακμ. <i>πέ</i>-<i>πο</i>-<i>ται</i> και παθ. αόρ. <i>ἐ</i>-<i>πό</i>-<i>θην</i> (πιθ. αναλογικοί σχηματισμοί [[προς]] τα: <i>δέ</i>-<i>δο</i>-<i>μαι</i>, <i>ἐ</i>-<i>δόθην</i> του [[δίδωμι]]) και τα ρηματ. ονόματα: [[ποτός]], [[ποτή]], [[πόσις]], [[πόμα]], [[ποτήρ]], [[πότης]], <i>κατα</i>-<i>πόθρα</i>. Ο [[φωνηεντισμός]] <i>πο</i>- [[πρέπει]] να θεωρηθεί ελληνική [[καινοτομία]], [[αφού]] δεν μαρτυρείται σε [[άλλη]] [[γλώσσα]] (η Λατινική στα ρηματ. ονόματα εμφανίζει θ. <i>p</i><i>ō</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>p</i><i>ō</i><i>tus</i>, <i>p</i><i>ō</i><i>culum</i>)].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[αναπίνω]], [[αντιπροπίνω]], [[αποπίνω]], [[εκπίνω]], [[καταπίνω]], [[προπίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αντιπίνω</i>, [[διαπίνω]], [[εμπίνω]], [[επεκπίνω]], <i>επεμπίνω</i>, [[επιπίνω]], [[μεταπίνω]], [[παρεμπίνω]], [[προεκπίνω]], [[προκαταπίνω]], [[προσεκπίνω]], [[προσπίνω]], [[συγκαταπίνω]], [[συμπίνω]], [[συνεκπίνω]], [[συνεπεκπίνω]], [[υπερπίνω]], [[υποπίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>καλοκαταπίνω</i>, <i>καλοπίνω</i>, <i>κουτσοκαταπίνω</i>, [[κουτσοπίνω]], <i>κρασοπίνω</i>, <i>κρυφοπίνω</i>, <i>ματαπίνω</i>, <i>μισοκαταπίνω</i>, <i>μπεκροπίνω</i>, [[ξαναπίνω]], [[ξεροκαταπίνω]], <i>ξεροπίνω</i>, [[παραπίνω]], <i>πολυπίνω</i>, [[σιγοπίνω]], <i>συχνοπίνω</i>, [[τρωγοπίνω]], <i>ψευτοπίνω</i>]. | |mltxt=ΝΜΑ, αιολ. τ. [[πώνω]] Α<br /><b>1.</b> [[εισάγω]] στο [[στομάχι]] [[υγρό]] από το [[στόμα]]<br /><b>2.</b> (με ειδική σημ.) [[καταναλώνω]] [[κρασί]] ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά (α. «αυτός πίνει πολύ» β. «οὕτω πίνοντας πρὸς ἡδονήν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[απορροφώ]], ρουφώ, [[τραβώ]] (α. «το φαΐ ήπιε όλο το [[ζουμί]] του» β. «ἐπεὰν δὲ [[διάκορος]] ἡ γῆ σφεων γένηται πίνουσα τὸ [[ὕδωρ]]», Ηροδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> έχω τη [[συνήθεια]] να [[καταναλώνω]] μεγάλες ποσότητες οινοπνευματωδών ποτών, [[ρέπω]] [[προς]] την [[οινοποσία]], [[είμαι]] [[μέθυσος]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[πιωμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />ο μεθυσμένος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «έπιον το [[ποτήριον]] [[μέχρι]] τρυγός» — υπέμεινα τα βάσανα [[μέχρι]] τέλους<br />β) «ήπιε [[πολλά]] [[φαρμάκια]]» — δοκίμασε πολλές πίκρες, πέρασε [[πολλά]] βάσανα<br />γ) «[[πίνω]] στην [[υγειά]] σας» — [[πίνω]] [[πρώτος]] κάνοντας ευχές για την [[υγεία]] σας<br />δ) «[[είναι]] να τήν πιεις στο [[ποτήρι]]»<br />(για [[κοπέλα]]) [[είναι]] ελκυστική, δροσερή, όμορφη<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> α) «θες δε θες, πιε, γάιδαρε, άγιασμα» — λέγεται για όσους εξαναγκάζουν κάποιον να κάνει [[κάτι]] [[παρά]] τη [[θέληση]] του<br />β) «όσο πίν' η συμπεθέρα τόσο καλοκουβεντιάζει» — λέγεται για να δηλώσει ότι το [[ποτό]] προκαλεί [[ευδιαθεσία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γιορτάζω]], [[πανηγυρίζω]] με [[ευωχία]] («πίνειν νίκην», Φιλοστρ.)<br /><b>2.</b> (ο παρακμ.) <i>πέπωκα</i> έχω τελειώσει το [[κρασί]] μου ή [[είμαι]] μεθυσμένος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πίνειν κρατῆρας οἴνοιο» — το να πίνει [[κανείς]] ολόκληρους κρατήρες κρασιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[πίνω]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>p</i><i>ō</i>- / <i>pi</i>- «[[πίνω]]» με δυσερμήνευτη [[εναλλαγή]] φωνηεντισμού, που κατ' άλλους ανάγεται σε [[εναλλαγή]] <i>p</i><i>ō</i><i>i</i>-/ <i>pῑ</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>p</i><i>ә</i><i>i</i>-) ενώ κατ' άλλους ερμηνεύεται βάσει της λαρυγγικής θεωρίας (<i>pe</i><i>ә</i><sub>3</sub>- > <i>p</i><i>ō</i>- και <i>ρ</i><i>ә</i><sub>3</sub>-<i>y</i>-<i>t</i>-<i>o</i> > <i>p</i><i>ī</i>-). Το ρ. συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. <i>pibati</i>, ιρλδ. <i>ibim</i>, λατ. <i>bibo</i> (με αφομοιωτική [[τροπή]] του αρκτικού <i>p</i>- σε <i>b</i>-) —στα οποία το -<i>b</i>- οφείλεται πιθ. στην ύπαρξη λαρυγγικού φθόγγου στη [[ρίζα]]— και το αρχ. σλαβ. <i>piti</i>. Στην Ελληνική το αρχαιότερο θ. του ρ. [[πίνω]], <i>πῖ</i>- (που λειτουργεί ως μηδενισμένη [[βαθμίδα]], <b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>p</i><i>ī</i>-<i>ta</i>), εμφανίζει ο αόρ. με δύο αθέματες μορφές προστακτικής: <i>πῖ</i>-<i>θι</i> της αττ. διαλ. (με [[μόριο]] -<i>dhi</i>, <b>πρβλ.</b> <i>ἴθι</i>, [[ἴσθι]]) και <i>πῶθι</i> / <i>πῶ</i> της λεσβ. διαλ. (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>a</i>-<i>p</i><i>ā</i><i>m</i> και προστ. <i>pahi</i>) ενώ οι τ. <i>πίει</i> / <i>πίεις</i> που διαβάζονται σε αττικά αγγεία [[είναι]] δυσερμήνευτοι. Αθέματη [[είναι]] και η [[μορφή]] της υποτακτικής του αορίστου [[πίομαι]] με βραχύ [[φωνήεν]] που λειτουργεί ως [[μέλλοντας]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἔδω</i>: [[ἔδομαι]]). Ο [[συνηρημένος]] τ. μέλλ. <i>πιοῦμαι</i> [[είναι]] μτγν. (<b>πρβλ.</b> <i>χεῶ</i>, <i>ἑλῶ</i>). Από την αθέματη [[μορφή]] αορ. σχηματίστηκε ο [[θεματικός]] αόρ. <i>ἔ</i>-<i>πιον</i> (<b>πρβλ.</b> [[κλῦθι]]: <i>ἔκλυον</i>). Δευτερογενώς, εξάλλου, έχει σχηματιστεί από το ίδιο [[θέμα]] ο ενεστ. [[πίνω]] με [[πρόσφυμα]] -<i>ν</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>δάκ</i>-<i>ν</i>-<i>ω</i>), ενώ ο αιολ. ενεστ. [[πώνω]] εμφανίζει φωνηεντισμό -<i>ω</i>-. Από τον ενεστ. <i>πῑ</i>-<i>νω</i> σχηματίστηκε ο ενεργ. αόρ. <i>ἔ</i>-<i>πισα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἔβησα</i>), απ' όπου ο ενεστ. [[πιπίσκω]] και ο μέλλ. [[πίσω]]. Στο θ. <i>πῑ</i>- της ρίζας, [[τέλος]], ανάγονται ο βοιωτ. τ. ενεστ. [[πιτεύω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πιτός</i>, <b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>pita</i>-) και οι τ.: [[πιστός]] (ΙΙ), [[πίσα]], [[πίστρα]], [[πισμός]], [[πιστήρ]] (με δυσερμήνευτο -<i>σ</i>-). Το θ. <i>πω</i>- της ρίζας εμφανίζουν στην Ελληνική τα σύνθ. σε -<i>πωτις</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>άμ</i>-<i>πωτις</i>, <i>έκ</i>-<i>πωτις</i>) και η λ. [[πῶμα]], ενώ ο ενεργ. παρακμ. <i>πέ</i>-<i>πω</i>-<i>κα</i> σχηματίστηκε πιθ. κατ' [[αντιπαράθεση]] του παθ. παρακμ. <i>πέπο</i>-<i>ται</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δέ</i>-<i>δω</i>-<i>κα</i>: <i>δέ</i>-<i>δο</i>-<i>μαι</i>). Το θ. <i>πο</i>-, [[τέλος]] (που λειτουργεί ως συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] αναφορικά [[προς]] το θ. <i>πω</i>-), εμφανίζουν οι: παθ. παρακμ. <i>πέ</i>-<i>πο</i>-<i>ται</i> και παθ. αόρ. <i>ἐ</i>-<i>πό</i>-<i>θην</i> (πιθ. αναλογικοί σχηματισμοί [[προς]] τα: <i>δέ</i>-<i>δο</i>-<i>μαι</i>, <i>ἐ</i>-<i>δόθην</i> του [[δίδωμι]]) και τα ρηματ. ονόματα: [[ποτός]], [[ποτή]], [[πόσις]], [[πόμα]], [[ποτήρ]], [[πότης]], <i>κατα</i>-<i>πόθρα</i>. Ο [[φωνηεντισμός]] <i>πο</i>- [[πρέπει]] να θεωρηθεί ελληνική [[καινοτομία]], [[αφού]] δεν μαρτυρείται σε [[άλλη]] [[γλώσσα]] (η Λατινική στα ρηματ. ονόματα εμφανίζει θ. <i>p</i><i>ō</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>p</i><i>ō</i><i>tus</i>, <i>p</i><i>ō</i><i>culum</i>)].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[αναπίνω]], [[αντιπροπίνω]], [[αποπίνω]], [[εκπίνω]], [[καταπίνω]], [[προπίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αντιπίνω</i>, [[διαπίνω]], [[εμπίνω]], [[επεκπίνω]], <i>επεμπίνω</i>, [[επιπίνω]], [[μεταπίνω]], [[παρεμπίνω]], [[προεκπίνω]], [[προκαταπίνω]], [[προσεκπίνω]], [[προσπίνω]], [[συγκαταπίνω]], [[συμπίνω]], [[συνεκπίνω]], [[συνεπεκπίνω]], [[υπερπίνω]], [[υποπίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>καλοκαταπίνω</i>, <i>καλοπίνω</i>, <i>κουτσοκαταπίνω</i>, [[κουτσοπίνω]], <i>κρασοπίνω</i>, <i>κρυφοπίνω</i>, <i>ματαπίνω</i>, <i>μισοκαταπίνω</i>, <i>μπεκροπίνω</i>, [[ξαναπίνω]], [[ξεροκαταπίνω]], <i>ξεροπίνω</i>, [[παραπίνω]], <i>πολυπίνω</i>, [[σιγοπίνω]], <i>συχνοπίνω</i>, [[τρωγοπίνω]], <i>ψευτοπίνω</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πίνω:''' [ῐ], Επικ. απαρ. <i>πινέμεναι</i> και <i>-[[έμεν]]</i>· Ιων. παρατ. <i>πίνεσκον</i>, μέλ. [[πίομαι]]· <i>[ῐ]</i>, μεταγεν. [[πιοῦμαι]], αόρ. βʹ [[ἔπιον]], Επικ. <i>[[πίον]]</i>, βʹ ενικ. υποτ. [[πίῃσθα]], προστ. [[πίε]], Αττ. [[πῖθι]], απαρ. [[πιεῖν]], Επικ. [[πιέμεν]], [[πιέειν]], μτχ. [[πιών]], <i>πιοῦσα</i> — Μέσ., <i>πίνομαι</i>, επίσης [[πίομαι]] — Παθ., Επικ. παρατ. <i>πίνετο</i>· οι υπόλοιποι χρόνοι σχηματίζονται από τη √<i>ΠΟ</i>, παρακ. [[πέπωκα]] — Παθ., μέλ. <i>ποθήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἐπόθην]], απαρ. παρακ. [[πεπόσθαι]]·<br /><b class="num">I.</b> [[πίνω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[πίνω]] [[ὕδωρ]] Αἰσήποιο, [[πίνω]] το [[νερό]] του, δηλ. ζω στις όχθες του, σε Ομήρ. Ιλ.· ή με γεν. διαιρ., [[πίνω]] από ένα [[πράγμα]], [[πίνω]] οἴνοιο (όπως το Γαλλ. du vin), σε Ομήρ. Οδ.· αἵματος [[ὄφρα]] πίω, στο ίδ.· επίσης, <i>πίνειν κρητῆρας οἴνοιο</i>, [[πίνω]] κούπες με [[κρασί]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[πίνω]] ἀπὸ κρήνης, [[πίνω]] από [[πηγή]], σε Θέογν.· <i>δέπα</i>, [[ἔνθεν]] ἔπινον, σε Ομήρ. Οδ.· [[πίνω]] ἐκ ταὐτοῦ ποτηρίου, σε Αριστοφ.· <i>ἐξ ἀργύρου ἢ χρυσοῦ</i>, σε Πλάτ.· <i>ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ</i>, σε Ξεν.· επίσης, σκῦφον [[ᾧπερ]] ἔπινον, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>πῖνε</i>, <i>πῖν' ἐπὶ συμφοραῖς</i>, σε Αριστοφ.· διδόναι [[πιεῖν]], [[δίνω]] σε κάποιον να πιει, σε Ηρόδ.· [[πιεῖν]] αἰτεῖν, σε Ξεν.· στον παρακ. [[πέπωκα]], είμαι μεθυσμένος, έχω μεθύσει, σε Ευρ.· [[αλλά]], <i>πίνοντά τεκαὶ πεπωκότα</i>, πίνοντας και τελειώνοντας την [[πόση]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[πίνω]] [[μέχρι]] την τελευταία [[σταγόνα]], όπως η γη απορροφά το [[νερό]] της βροχής, σε Ηρόδ.· πιοῦσα [[κόνις]] [[μέλαν]] [[αἷμα]], σε Αισχύλ. κ.λπ. | |||
}} | }} |