φθορά: Difference between revisions

557 bytes added ,  30 December 2018
6
(45)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φθορή Α<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[φθείρω]], βαθμιαία [[καταστροφή]], [[βαθμιαίος]] [[αφανισμός]]<br /><b>2.</b> [[απώλεια]], [[βλάβη]], [[ζημιά]] (α. «ο [[στρατός]] μας προξένησε [[μεγάλη]] [[φθορά]] στους εχθρούς» β. «ἐκφορίου ἀρταβῶν Χ ἀνυπολόγου πάσης φθορᾱς», πάπ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «φθοράς τών ελευθέρων [[γραφή]]»<br />(στο αττ. δίκ.) [[δίκη]] [[εναντίον]] εκείνου που σκότωνε έναν ελεύθερο πολίτη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πράγμ.</b>) σταδιακή [[καταστροφή]] από την [[πολυκαιρία]] ή από την πολύχρονη [[χρήση]], [[πάλιωμα]] («η [[φθορά]] τών παπουτσιών σου οφείλεται στο ότι τά [[φοράς]] [[συνεχώς]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[παρακμή]] («η [[φθορά]] της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας»)<br />β) [[απώλεια]] του κύρους που επέρχεται [[σιγά]] [[σιγά]] («[[μετά]] από [[δέκα]] [[χρόνια]] στην [[εξουσία]] ήταν αναμενόμενο να υποστεί [[φθορά]]»)<br />γ) [[μαρασμός]] («στην [[εξορία]] η ψυχική του [[υγεία]] υπέστη [[μεγάλη]] [[φθορά]]»)<br /><b>3.</b> <b>τεχνολ.</b> προοδευτική [[απώλεια]] υλικού, οφειλόμενη στη [[μηχανική]] [[αλληλεπίδραση]] [[μεταξύ]] αμοιβαίων ολισθαινουσών επιφανειών υπό [[φορτίο]] (α. «[[φθορά]] συναφείας» β. «[[φθορά]] τριβής ή μηχανικής διάβρωσης» γ. «[[φθορά]] χημικής διάβρωσης» δ. «[[φθορά]] επιφανειακής κόπωσης»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[φθορά]] ξένης ιδιοκτησίας»<br />(ποιν. δίκ.) η εκ προθέσεως [[καταστροφή]] ή [[βλάβη]] ξένου, [[ολικώς]] ή [[μερικώς]], πράγματος, [[καθώς]] και η με οποιονδήποτε τρόπο [[ματαίωση]] της δυνατότητας χρήσης του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσ. και για ζώο) [[θάνατος]] που οφείλεται [[κυρίως]] σε επιδημική νόσο, λ.χ. σε λοιμό<br /><b>2.</b> <b>(φιλοσ.)</b> [[βαθμιαίος]] [[αφανισμός]] της ύλης<br /><b>3.</b> ατίμαση παρθένου, [[διακόρευση]]<br /><b>4.</b> <b>πιθ.</b> [[φθίση]], [[φυματίωση]]<br /><b>5.</b> [[άμβλωση]], [[έκτρωση]]<br /><b>6.</b> [[ναυάγιο]]<br /><b>7.</b> (στη ζωγραφική) [[ανάμιξη]] σταθερών χρωμάτων με άλλα για τη [[δημιουργία]] μιας χρωματικής παραλλαγής<br /><b>8.</b> [[πτώση]] στην [[αμαρτία]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «Περὶ γενέσεως καὶ φθορᾱς» — [[έργο]] του Αριστοτέλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φθορ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. [[φθείρω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ά</i> (<b>πρβλ.</b> <i>φορ</i>-<i>ά</i>: [[φέρω]])].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φθορή Α<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[φθείρω]], βαθμιαία [[καταστροφή]], [[βαθμιαίος]] [[αφανισμός]]<br /><b>2.</b> [[απώλεια]], [[βλάβη]], [[ζημιά]] (α. «ο [[στρατός]] μας προξένησε [[μεγάλη]] [[φθορά]] στους εχθρούς» β. «ἐκφορίου ἀρταβῶν Χ ἀνυπολόγου πάσης φθορᾱς», πάπ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «φθοράς τών ελευθέρων [[γραφή]]»<br />(στο αττ. δίκ.) [[δίκη]] [[εναντίον]] εκείνου που σκότωνε έναν ελεύθερο πολίτη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πράγμ.</b>) σταδιακή [[καταστροφή]] από την [[πολυκαιρία]] ή από την πολύχρονη [[χρήση]], [[πάλιωμα]] («η [[φθορά]] τών παπουτσιών σου οφείλεται στο ότι τά [[φοράς]] [[συνεχώς]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[παρακμή]] («η [[φθορά]] της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας»)<br />β) [[απώλεια]] του κύρους που επέρχεται [[σιγά]] [[σιγά]] («[[μετά]] από [[δέκα]] [[χρόνια]] στην [[εξουσία]] ήταν αναμενόμενο να υποστεί [[φθορά]]»)<br />γ) [[μαρασμός]] («στην [[εξορία]] η ψυχική του [[υγεία]] υπέστη [[μεγάλη]] [[φθορά]]»)<br /><b>3.</b> <b>τεχνολ.</b> προοδευτική [[απώλεια]] υλικού, οφειλόμενη στη [[μηχανική]] [[αλληλεπίδραση]] [[μεταξύ]] αμοιβαίων ολισθαινουσών επιφανειών υπό [[φορτίο]] (α. «[[φθορά]] συναφείας» β. «[[φθορά]] τριβής ή μηχανικής διάβρωσης» γ. «[[φθορά]] χημικής διάβρωσης» δ. «[[φθορά]] επιφανειακής κόπωσης»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[φθορά]] ξένης ιδιοκτησίας»<br />(ποιν. δίκ.) η εκ προθέσεως [[καταστροφή]] ή [[βλάβη]] ξένου, [[ολικώς]] ή [[μερικώς]], πράγματος, [[καθώς]] και η με οποιονδήποτε τρόπο [[ματαίωση]] της δυνατότητας χρήσης του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσ. και για ζώο) [[θάνατος]] που οφείλεται [[κυρίως]] σε επιδημική νόσο, λ.χ. σε λοιμό<br /><b>2.</b> <b>(φιλοσ.)</b> [[βαθμιαίος]] [[αφανισμός]] της ύλης<br /><b>3.</b> ατίμαση παρθένου, [[διακόρευση]]<br /><b>4.</b> <b>πιθ.</b> [[φθίση]], [[φυματίωση]]<br /><b>5.</b> [[άμβλωση]], [[έκτρωση]]<br /><b>6.</b> [[ναυάγιο]]<br /><b>7.</b> (στη ζωγραφική) [[ανάμιξη]] σταθερών χρωμάτων με άλλα για τη [[δημιουργία]] μιας χρωματικής παραλλαγής<br /><b>8.</b> [[πτώση]] στην [[αμαρτία]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «Περὶ γενέσεως καὶ φθορᾱς» — [[έργο]] του Αριστοτέλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φθορ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. [[φθείρω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ά</i> (<b>πρβλ.</b> <i>φορ</i>-<i>ά</i>: [[φέρω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φθορά:''' Ιων. [[φθορή]], <i>ἡ</i> ([[φθείρω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[καταστροφή]], όλεθρος, [[απώλεια]], σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· λέγεται και για ανθρώπους, [[θνησιμότητα]], [[θάνατος]], [[ιδίως]] από [[πανούκλα]] (λοιμό), σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> η [[φθορά]] της ύλης, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[αποπλάνηση]], σε Λεξ. [[παρά]] Αισχίν.
}}
}}