νείαιρα: Difference between revisions

5
(26)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νείαιρα]] και [[νέαιρα]] και νεῑρα και νειρή και ιων. τ. νείαιρη, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> α) (συχνότατα με το ουσ. [[γαστήρ]]) το [[κάτω]] [[μέρος]] της κοιλιάς («τὸν [[βάλε]] νείαιραν κατὰ [[γαστέρα]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) (για [[μέρος]] του σώματος) [[τελευταίος]] («νείαιραν [[σάρκα]]», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> το [[υπογάστριο]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «νειρή<br />[[κοιλία]] εσχάτη».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νεαρ</i>-<i>jα</i> <span style="color: red;"><</span> [[νειός]] / [[νεός]] «[[αγρός]] που έμεινε [[χέρσος]]», [[κατά]] το <i>γέρ</i>-<i>αιρα</i> ή, κατ' άλλους, από <i>νει</i>-<i>Fαρ</i>. (Για τη σημ. της λ. <b>πρβλ.</b> [[νείατος]] «[[κατώτατος]]»). Οι τ. [[νεῖρα]] και <i>νειρή</i> με [[συναίρεση]]].
|mltxt=[[νείαιρα]] και [[νέαιρα]] και νεῑρα και νειρή και ιων. τ. νείαιρη, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> α) (συχνότατα με το ουσ. [[γαστήρ]]) το [[κάτω]] [[μέρος]] της κοιλιάς («τὸν [[βάλε]] νείαιραν κατὰ [[γαστέρα]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) (για [[μέρος]] του σώματος) [[τελευταίος]] («νείαιραν [[σάρκα]]», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> το [[υπογάστριο]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «νειρή<br />[[κοιλία]] εσχάτη».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νεαρ</i>-<i>jα</i> <span style="color: red;"><</span> [[νειός]] / [[νεός]] «[[αγρός]] που έμεινε [[χέρσος]]», [[κατά]] το <i>γέρ</i>-<i>αιρα</i> ή, κατ' άλλους, από <i>νει</i>-<i>Fαρ</i>. (Για τη σημ. της λ. <b>πρβλ.</b> [[νείατος]] «[[κατώτατος]]»). Οι τ. [[νεῖρα]] και <i>νειρή</i> με [[συναίρεση]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νείαιρᾰ:''' ἡ, Επικ. -ρη, ανώμ. θηλ. συγκρ. (πρβλ. [[πρέσβειρα]]) του [[νέος]], όπως τα [[νέατος]], [[νείατος]] στον υπερθ.· <i>νειαίρῃ δ' ἐν γαστρί</i>, στο χαμηλότερο [[μέρος]] της κοιλιάς, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}