δυσθεράπευτος: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσθεράπευτος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα θεραπεύεται.
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσθεράπευτος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα θεραπεύεται.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσθεράπευτος:''' -ον ([[θεραπεύω]]), αυτός που δύσκολα γιατρεύεται, σε Σοφ.
}}
}}